«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει»… γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα, στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ένα βιβλίο που θα τον απασχολήσει σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή του. Από το 1913, που ο Πεσσόα δημοσίευσε σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό ένα απόσπασμα με την υπογραφή του, έως το 1935, τη χρονιά του θανάτου του, γράφει με κάποια διαλείμματα χωρίς όμως να το εγκαταλείψει ποτέ, «Το βιβλίο της ανησυχίας». Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 20 αποφασίζει πως θα το εκδώσει με το όνομα του ημιετερώνυμου του, Μπερνάρντο Σοάρες, ενός βοηθού λογιστή, που υποτίθεται ότι συνάντησε ο Πεσσόα σε μια ταβέρνα της Λισαβόνας κι εκείνος του εμπιστεύτηκε την έκδοση του βιβλίου του. Τόσο το βιβλίο όσο και ο Μπερνάντο Σοάρες, ο συγγραφέας του, είναι ένα ακόμη προσωπείο του Πεσσόα που παίρνει την υπόσταση μυθιστορηματικού ήρωα, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τον σύνθετο κόσμο το ίδιου του δημιουργού του. Άλλωστε όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής και συγγραφέας, η προσωπικότητα του Σοάρες μοιάζει πολύ με τη δική του, «αν αφαιρέσουμε τη σκέψη και το συναίσθημα». Ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος που επιλέγει συνειδητά τη μοναξιά και αδυνατεί να επικοινωνήσει και να συγχρονιστεί με τους άλλους. Παρατηρητής του εσωτερικού κόσμου, συμφιλιωμένος με το αδύνατον της ευτυχίας, έχει ως μοναδικό καταφύγιο τη γραφή. «Να ταξιδέψω; Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στο σιδηρόδρομο του κορμιού μου ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τους δρόμους και τις πλατείες, πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως τελικά είναι και τα τοπία». Το δημιούργημα της φαντασίας του Πεσσόα, ζει όλη του τη ζωή στη Λισαβόνα, μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς έρωτες, με μόνα σταθερά σημεία αναφοράς το αφεντικό του, τους υπαλλήλους του λογιστικού γραφείου, τους δρόμους της πόλης και τους κατοίκους της που συνήθιζε να παρατηρεί. Ο χώρος της πόλης και τα άγνωστα και γνωστά πρόσωπά της που συναντά στις καθημερινές του διαδρομές ορίζουν τη ζωή του. Ίσως γι αυτό και η παραμικρή αλλαγή του ασφαλούς αυτού τοπίου πυροδοτεί την αγωνία για τη φυγή του χρόνου και την εγγύτητα του θανάτου. Ο Σοάρες είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του, που αδυνατεί να ζήσει στην πραγματική ζωή, που βυθίζεται στα όνειρα και τις σκέψεις του και συνειδητοποιεί ανηλεώς τη ρευστότητα, την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης του. Απέχοντας από τις πράξεις μετατρέπεται σε ένα βλέμμα που καταγράφει τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του κόσμο από το παράθυρο, τον τρόπο που αυτοί οι δύο κόσμοι συμπλέκονται και αλληλεπιδρούν, την ώρα που ο ίδιος με σχολαστικότητα καταγράφει σαν σε ημερολόγιο σκέψεις, συναισθήματα, εντυπώσεις, αποφθέγματα, ψιθύρους λυρικούς μιας άγρυπνης, ανήσυχης συνείδησης. Μάλιστα, όπως ο ίδιος δηλώνει, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει ένας άνθρωπος που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην «φυσιολογική» ζωή είναι να κρατά ζωντανή τη δυνατότητά του να ονειρεύεται, δίχως ποτέ να πραγματώνει τα όνειρά του, γιατί η όποια πραγματοποίηση είναι καταστροφική. Τα πολλά πρόσωπα του Πεσσόα, πίνακας της Ana Gabriela «Εάν φαντάζομαι, βλέπω. Τι παραπάνω κάνω ταξιδεύοντας; Μόνο μια αδυναμία ακραία της φαντασίας δικαιολογεί τη μετακίνηση σαν μέσο πλήρωσης των αισθήσεων. «Κάθε δρόμος, μέχρι κι αυτός ο δρόμος του Έντεπφουλ, θα σε οδηγήσει στην άκρη του κόσμου». Αλλά η άκρη του κόσμου, από τότε που ο κόσμος εξαντλήθηκε όταν τον φέραμε όλον βόλτα, είναι το ίδιο το Έντεπφουλ απ’ όπου έφυγες. Στην πραγματικότητα η άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι η προσωπική μας σύλληψη του κόσμου. Μέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο. Γι’ αυτό όταν τα φαντάζομαι, τα δημιουργώ. Αν τα δημιουργώ υπάρχουν, και εφόσον υπάρχουν, τα βλέπω όπως βλέπω και τ’ άλλα. Γιατί να ταξιδέψω; Στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο Πόλους, πού αλλού θα βρισκόμουνα παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, με τη δική μου ιδιαιτερότητα και το δικό μου τρόπο να αισθάνομαι». Αποτελούμενο από 520 αποσπάσματα, το μυθιστόρημα αυτό του Πεσσόα, φέρει το στίγμα των ημερολογιακών καταγραφών. Στην πραγματικότητα όμως το έργο αυτό, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, καμωμένο από αταξινόμητο υλικό, συνθέτει ένα σύγχρονο αντι-μυθιστόρημα, που αντικατοπτρίζει την καθημερινότητα μιας ζωής άξια καταγραφής παρόλο που στερείται εξωτερικών γεγονότων. Έτσι ο Μπερνάντο Σοάρες, η εκκεντρική παροξυσμική και ερωτική πλευρά του ποιητή υπό την ταπεινή μορφή και ιδιότητα του βοηθού λογιστή δημιουργεί μια βαθύτατη ενδοσκόπηση της μοναχικής συνείδησης, η οποία περιπλανώμενης στα βάθη της σκέψης και του ονείρου, προσπαθεί να ανακαλύψει τους μηχανισμούς της. Το ημερολόγιο αυτό του Μπερνάντο Σοάρες, του ανήσυχου ειδώλου του ποιητή στον καθρέφτη, ή το μυθιστόρημα του Πεσσόα με πρωταγωνιστή αυτό τον ακαταπόνητο διαβάτη- παρατηρητή της Λισαβόνας, μας προσφέρει έναν απολογισμό της καθημερινότητας, μια καταγραφή των αισθήσεων με την απαραίτητη οξύτητα της ειρωνικής σκέψης. Σε όλο το κείμενο ο αφηγητής θέτει συχνά το ζήτημα της ταυτότητάς του ως υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο αδυνατεί να απαντήσει. Σαν να μιλά σε μια ανύπαρκτη συνείδηση που παλεύει να υπάρξει και διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στην ανυπαρξία και σε μια ύπαρξη που ενίοτε μοιάζει, παρά τη θέλησή της, πραγματική. «Δεν ξέρω να αισθάνομαι, δεν ξέρω να σκέφτομαι, δεν ξέρω να θέλω. Είμαι το πρόσωπο ενός μυθιστορήματος που απομένει να γραφτεί, το οποίο αιωρείται στην ατμόσφαιρα και σκόρπισε δίχως να έχει ποτέ υπάρξει ανάμεσα στα όνειρα εκείνου που δεν ήξερε να με ολοκληρώσει». Η λέξη «ανησυχία» του τίτλου σηματοδοτεί και το κλίμα που κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Δεν πρόκειται όμως το φροϋδικό άγχος. Η ανησυχία δηλαδή για το ενδεχόμενο, αυτό που παραμονεύει και μας απειλεί ή εκείνο που φοβόμαστε ότι θα συμβεί, αλλά το άγχος για το σύνολο της πραγματικότητας που βαραίνει τις μύχιες σκέψεις μας και τις εκφάνσεις του βίου.Ταυτόχρονα βέβαια αυτή η ανησυχία εκφράζει και την δυσθυμία, τη μελαγχολία, το βάρος μιας αίσθησης συντριπτικής -στην οποία ελλοχεύει πάντοτε ένας «οίστρος θανάτου»- η επίδραση της οποίας στον ψυχισμό σου δίνει την εντύπωση ότι οι συνέπειές της δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να αποβούν μοιραίες. Από το «Βιβλίο της Ανησυχίας», την εσωτερική αυτή μαρτυρία ο συγγραφέας δεν δημοσίευσε παρά κάποια αποσπάσματα ενώ το υπόλοιπο βιβλίο παρέμεινε στο περίφημο μπαούλο του – εκεί φιλοξενούσε αμέτρητα ανέκδοτα χειρόγραφά του γραμμένα από τους διάφορους ετερώνυμους που είχε δημιουργήσει: τον Αλβάρο ντε Κάμπος, τον Αλμπέρτο Καρέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις και ούτω καθεξής – μέχρι το 1982 περιμένοντας σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατο του για να πάρει την πρώτη δημοσιεύσιμη μορφή. Έκτοτε το βιβλίο αυτό γράφεται και ξαναγράφεται από τους μελετητές, τους εκδότες και τους μεταφραστές του, παραμένοντας για πάντα ένα έργο εν προόδω, ένα ανοιχτό έργο και για τον ίδιο τον αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να το επαναδημιουργήσει, ανασυνθέτοντάς το, με τον τρόπο που θα διαβάσει τα διάχυτα αποσπάσματα του, τη ρευστή μυθιστορηματική αυτή ύλη. «Ο εκπληκτικός πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), ως φανταστική επινόηση, ξεπερνά οποιοδήποτε δημιούργημα του Μπόρχες» ήταν ο έπαινος του Χάρολντ Μπλουμ στο βιβλίο του «Ο Δυτικός Κανόνας» για τον συγγραφέα. Και πράγματι έχει μεγάλη αξία αν αναλογιστεί κανείς πως ο συγγραφέας ποιητής, όσο ζούσε εξέδωσε μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα, το «Μήνυμα». Σύμφωνα με την θεωρία του Μπλουμ περί προγόνων και απογόνων, ο Πεσσόα, όπως και ο Νερούδα, ανήκει σε αυτούς που διάβασαν βιωματικά τον γενάρχη της αμερικανικής ποίησης Γουόλτ Γουίτμαν και κατάφεραν να μας συνδέσουν μαζί του… Και το σίγουρο είναι πως διαβάζοντας κανείς «Το βιβλίο της ανησυχίας» αντιλαμβάνεται το υλικό, την ουσία από την οποία είναι φτιαγμένη η ποίηση του Πεσσόα και πολλών ετερωνύμων του και συναντά στον ήρωά του μια οικεία μορφή. Εκείνη του καθημερινού ασήμαντου ανθρώπου ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η φωνή του αρθρώνει τα λόγια αμέτρητων φωνών συμβιβασμένων και υποταγμένων ανθρώπων, φωνών που πνίγηκαν στον θόρυβο μιας αδυσώπητης καθημερινότητας, και μάλιστα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης της κατακερματισμένης συνείδησης του σύγχρονου ανθρώπου. «Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι. Τα ταξίδια είναι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε». Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»