«Ο μεγαλοϊδεατισμός, η ανοησία, ο πνευματισμός, η υπερβολή, το γκροτέσκο – αλλά δοσμένο στα όρια του ρεαλισμού, που το κάνει να μοιάζει πιο αληθινό και από την αλήθεια – συνθέτουν το κλίμα σε τούτη τη σκοτεινή όπερα μπούφα που είναι ταυτοχρόνως και μια πινακοθήκη ματαιόδοξων, επηρμένων και ηλιθίων» έγραφε ο Αναστάσης Βιστωνίτης για το ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα ενός βιβλίου που παρά την ηλικία του, παραμένει τόσο συναρπαστικό όσο και επίκαιρο… Σε μια μεσοπολεμική άθεη Μόσχα, εν έτει 1930, ο Διάβολος αποφασίζει να μεταμφιεστεί σε Γερμανό καθηγητή και να πραγματοποιήσει μια επίσκεψη στην πόλη με στόχο να αναστατώσει τους πολίτες της. Ο λόγος είναι πως όσο οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στον Θεό, αμφισβητούν ταυτόχρονα και τη δική του ύπαρξη. Κατά την επίσκεψή του με την ακολουθία του – μαζί του καταφθάνει ένας γελωτοποιό, ο Κοροβίοφ, μια γυμνή κοπέλα-βαμπίρ η Χέλα, ο Αζαζέλο με τους υπερφυσικούς κυνόδοντες και ένας μεγάλος μαύρος γάτος που μιλάει και περπατάει στα πισινά του πόδια – σκοπεύουν να σκαρώσουν μια παράσταση, μια φάρσα, στο κρατικό θέατρο. Σκορπώντας το χάος σε ολόκληρη την πόλη ίσως πείσουν τους κατοίκους για την ύπαρξή του Μεφιστοφελή. Ο Σατανάς του Μπουλγκάκοφ δεν είναι ο διάβολος που ξέρουμε, δεν είναι αντίπαλος μα παραπλήρωμα του Άλλου, δηλαδή του Χριστού. Ως τέτοιος κινείται και ακατάπαυστα μέσα στην Ιστορία των ανθρώπων, επεμβαίνοντας δια μέσου του μαύρου, μεγάλου και είρωνα γάτου του για να τιμωρήσει τα απαισιότερα ανθρώπινα αμαρτήματα, την ανοησία, την ιδιοτέλεια και την υποκρισία… Μέσα στην όλη φρενίτιδα και τον χαλασμό που δημιουργούν στην πόλη όμως ζει και μια φωτεινή εξαίρεση. Ένας καθηγητής – συγγραφέας ονόματι Βόλαντ (μια εκδοχή του ονόματος του Μεφιστοφελή από τον Φάουστ του Γκαίτε αλλά και ένα ελαφρώς παραφθαρμένο ψευδώνυμο για τον Διάολο) που δεν πείθεται από τις επιταγές της εποχής και των αρχόντων της να ασπαστεί την αθεΐα κι αποφασίζει να γράψει ένα αριστούργημα με λάθος για την εποχή θέμα. Ο λογοτέχνης γράφει ένα μεγάλο έργο για τη ζωή του Χριστού και του Ποντίου Πιλάτου μέσα από το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία του Ιησού, όπως την περιγράφουν τα Ευαγγέλια, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Η κοινωνική απομόνωση, ο εξοστρακισμός και, τέλος, το κλείσιμο σε ψυχιατρείο είναι αναπόφευκτα. Κατά τον εγκλεισμό του σε αυτό το άσυλο φρενοβλαβών η μόνη που μπορεί να τον βοηθήσει δεν είναι άλλη από την Μαργαρίτα, μια νέα όμορφη και έξυπνη. Η Μαργαρίτα όμως είναι παντρεμένη με τον επίσης νεαρό και ελκυστικώς κομψευόμενο αξιωματούχο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Παρόλο που η ζωή που της εξασφαλίζει είναι άνετη εκείνη την αρνείται και ερωτεύεται τον απόκληρο Μαιτρ. Βάζοντας σκοπό της ζωής τη διάσωση του μυθιστορήματος του τελευταίου θα έρθει και η ίδια αντιμέτωπη με τον Σατανά.Κάπως έτσι οι παράλληλες ιστορίες του αριστουργήματος του Μπουλγκάκοφ κάνουν κύκλους φέρνοντας στο προσκήνιο τις συνθήκες στη Μόσχα, τον έρωτας του Μαιτρ και της Μαργαρίτας, τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του πρωταγωνιστή συγγραφέα και τις απέλπιδες προσπάθειες ενός Σατανά που προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξή του. Το τρίγωνο που σχηματίζουν ο Μετρ η Μαργαρίτα κι ο Σατανάς έχει ως αφετηρία την έλλειψη πίστης και υπόσχεται να επιβάλλει μια τιμωρία στους ανόητους, υποκριτές και συμφεροντολόγους ως λογική συνέπεια της στάσης τους απέναντι σε εκείνο που δεν θέλουν να καταλάβουν: για αυτούς ζωή μετά θάνατον δεν υπάρχει. Αντίθετα για όσους πιστεύουν, όπως ο Μετρ και η αγαπημένη του Μαργαρίτα, η σωτηρία έρχεται με την θανάτωσή τους αφού μόνο με εκείνη το μέλλον τους προμηνύεται λαμπρό. Αυτός είναι και ο λόγος που εντέλει ο Σατανάς είναι εκείνος που χαρίζει τη γαλήνη της αιώνιας ευτυχίας προσφέροντάς τους με τον θάνατό τους το Φως του Χριστού. Η λογοτεχνική ευρυμάθεια που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα του βιβλίου, χαρίζει την ιδιότητα να παντρεύει όλα τα είδη λογοτεχνίας και να χτίζει τον παράδοξο κόσμο του, με σκοπό να σατιρίσει εξοντωτικά τον παραλογισμό, την αδικία και την υποκρισία του Σοβιετικού σοσιαλιστικού καθεστώτος, την γραφειοκρατία και τα προνόμια των καθεστωτικών. Μιας και θεωρείτο αδύνατο να ενταχθεί σε ένα καθεστώς αταξικής κοινωνίας το μοντέλο των ελίτ, ο αναγνώστης ανακαλύπτει την σαγηνευτική ατμόσφαιρα του υπερφυσικού και του φανταστικού και μαζί με την ανελέητη κοινωνική σάτιρα για τον πολιτικό μύθο, βλέπει να ξεπροβάλει μπροστά του και με ειρωνικό τρόπο, το μείζον ζήτημα της ελευθερίας του πνεύματος και η θεωρία περί ηθικής ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, το κάλο και το κακό. Το αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ κινείται στην περιοχή της φιλοσοφίας και του μαγικού ρεαλισμού, γεμάτο από σκηνές που διακρίνονται για τον γκροτέσκο αλλά και έντονα δραματικό χαρακτήρα τους, μία ξεκάθαρη σάτιρα της γραφειοκρατίας και της σύνθλιψης του ατόμου από το σταλινικό καθεστώς. Παράλληλα πετυχαίνει να παντρέψει την φαντασία με τη σοβαρότητα, τον πιο αυστηρό ρεαλισμό με τον ρομαντικό λυρισμό, την κοινωνική σάτιρα με τον πολιτικό μύθο, την αστυνομική πλοκή με την μυστικιστική αναζήτηση. Ο συγγραφέας παίζοντας με τα Ευαγγέλια και με τον μύθο του Φάουστ, καταρρίπτοντας τα σύνορα ανάμεσά στο καθημερινό και το υπερφυσικό. Μια κατασκευή ακραίας εκλέπτυνσης και εκκωφαντικής λογοτεχνικής ευρυμάθειας κρυμμένη πίσω από μια απλή πρόσοψη. Μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Διάβολο αλλά και τον Χριστό…Χωρισμένο σε δύο επίπεδα δράσης- το ένα στη Μόσχα της εποχής του συγγραφέα και το άλλο στην εποχή του Πόντιου Πιλάτου, ήδη από τις πρώτες ακόμη σελίδες του βιβλίου, όπου ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της επίσκεψης ενός παράξενου γκριζοφορεμένου ξένου σε ένα πάρκο της σοβιετικής Μόσχας, και της συζήτησης του με 2 πολίτες οι οποίοι, αφού αρνηθούν την ύπαρξη του Θεού- θα προσπαθήσουν να πείσουν τον παράξενο ταξιδιώτη ότι δεν υπάρχει ούτε και ο διάβολος, αγνοώντας ότι μπροστά σε αυτόν ακριβώς τον τελευταίο στέκονται – είναι έκδηλη η απέχθειά του συγγραφέα προς το πολιτικό καθεστώς της χώρας του. Άλλωστε γράφοντας ο Μπουλγκάκοφ το βιβλίο μεταξύ 1926 και 1940 στη σταλινική Ρωσία, έμελλε να ακολουθήσει τη μοίρα πολλών ταλαντούχων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να ζήσουν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην τότε Ε.Σ.Σ.Δ. Είδε την «εξαφάνιση» οικείων και γνωστών. Έμαθε από τις εφημερίδες της εποχής την εκτέλεση των «αντιφρονούντων» φίλων του. Βίωσε την στενή παρακολούθηση των οργάνων της Μυστικής Αστυνομίας αλλά έτυχε και της προσοχής του Στάλιν, ο οποίος ήταν ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματός του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα». Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο του είναι τόσο ειρωνικό και τόσο καταγγελτικό. Ο συγγραφέας του ξεγυμνώνει και σατιρίζει όλες τις παράλογες καταστάσεις του καθεστώτος, την τραγική γραφειοκρατία, τα προνόμια των καθεστωτικών, την καθημερινή τρομοκρατία και τον έλεγχο του κράτους. Τα λογοτεχνικά υλικά που συνθέτουν το έργο είναι αξεπέραστα. Η μοναδικότητα της φόρμας. Η καταιγιστική σάτιρα της σοβιετικής ζωής και της λογοτεχνικής ζωής ειδικότερα. Η θεατρική απόδοση του Μεγάλου Τρόμου της δεκαετίας του 1930. Η αυθάδεια στην απεικόνιση του Ιησού Χριστού και του Πόντιου Πιλάτου. Για να μην αναφέρουμε αυτή του Σατανά. Πάνω από όλα όμως, το μυθιστόρημα απέπνεε αέρα ελευθερίας, καλλιτεχνικό και πνευματικό, γεγονός σπάνιο για την εποχή, και όχι μόνο στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό που ώθησε τον Μπουλγκάκοφ στο να γράψει το μυθιστόρημα ήταν η οργή του για τις απεικονίσεις του Χριστού στη σοβιετική αντιθρησκευτική προπαγάνδα. Την την περίοδο 1922-1940 κυκλοφορούσε το μηνιαίο περιοδικό «Godless» που υπεράσπιζε την αθεΐα. Όταν τον Μάιο του 1929 στέλνει ένα κεφάλαιο σε εκδότη, αυτός το απορρίπτει. Ήταν η μοναδική προσπάθειά του να εκδώσει οτιδήποτε σχετικό με το μυθιστόρημα. Το άφησε, το έπιασε ξανά, το έκαψε, το ανέστησε, το αναθεώρησε. Ο ίδιος γνώριζε τους κινδύνους της δημοσίευσής του όπως γνώριζε και την σημασία του έργου. Οι τελευταίες αναθεωρήσεις υπαγορεύτηκαν στη γυναίκα του λίγο πριν τον θάνατό του. Όταν πεθαίνει σε ηλικία 49 ετών το 1940, το βιβλίο παραμένει ανέκδοτο. Έπρεπε να περάσουν 26 χρόνια για να μπορέσει να τυπωθεί. Όταν όμως τα κατάφερε το αποτέλεσμα ήταν συνταρακτικό. Το μηνιαίο περιοδικό «Moskva», προσεκτικό σε κάθε του δημοσίευση, παρουσίασε το πρώτο μέρος του «Μαιτρ και η Μαργαρίτα» στο τεύχος Νοεμβρίου το 1966. Τα 150 χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν σε λίγες ώρες! Τις εβδομάδες που ακολούθησαν προκλήθηκαν συζητήσεις, γύρω από το βιβλίο. Φράσεις του έγιναν παροιμιώδεις. Η γλώσσα του ήταν η αντίθεση στον «ξύλινο» επίσημο λόγο. Όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος, τον Ιανουάριο του 1967, έλαβε την ίδια ενθουσιώδη υποδοχή. Η συμπεριφορά τού κοινού δεν εκπορευόταν από τη συνάντησή του με ένα νέο συγγραφέα. Ο Μπουλγκάκοφ δεν ήταν άγνωστος ούτε ξεχασμένος. Τα θεατρικά του παίζονταν στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και εκδόθηκαν το 1962. Το όνομα του συγγραφέα ήταν γνωστό. Το έργο όμως, ελάχιστοι το γνώριζαν. Έτσι εξηγείται η έκπληξη και ο θαυμασμός για το «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα». Ο κόσμος πίστευε ότι είχε δει και διαβάσει όλον τον Μπουλγκάκοφ. Το σοκ, ευχάριστο φυσικά, ήταν μεγάλο όταν ανακάλυψαν την κορωνίδα των έργων του συγγραφέα. Δεν ήταν τα υπολείμματα μιας δουλειάς που άφησε στη μέση. Ήταν το επιστέγασμα αυτής. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»