«Αν είσαι τόσο άτυχος να ζεις στο Κάρς, μην ξεχάσεις να τελειώσεις τη ζωή σου τραβώντας το καζανάκι» έγραφε ο Ορχάν Παμούκ, στο Χιόνι, ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί το ταξίδι τριών ημερών του, ήσσονος φήμης, Τούρκου ποιητή και πολιτικού εξόριστου στη Γερμανία Κα, στην απομακρυσμένη πόλη Καρς, κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Και μ’ αυτή του τη φράση ο συγγραφέας καταφέρνει να δώσει τη χαριστική βολή σε μια πόλη, που ακόμα κι ο τουρκικός τύπος την θυμόταν, όταν γράφτηκε το βιβλίο, μόνο για να την χλευάσει. «Στο Καρς θα σταματούν τα μελλοντικά σύνορα της Ε.Ε.» είπε κάποτε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζακ Στρο – προσποιούμενος, προφανώς, ότι γνωρίζει που βρίσκεται αυτή η λασπωμένη γωνιά της Τουρκίας. Βέβαια χρόνια μετά ο επισκέπτης έχει την αίσθηση πως ίσως στην πόλη αυτή σταματούν τα σύνορα του κόσμου. Άλλωστε ήταν πολλοί αυτοί που πάτησαν πάνω στο Καρς. Αρμενικές δυναστείες, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι, Μονγκόλοι, Οθωμανοί, σοβιετικοί…Η Ρωσική αυτοκρατορία έδωσε εξοντωτικές μάχες με την Τουρκία για να κρατήσει την πόλη. Και κατάφερε να τη διατηρήσει υπό την κυριαρχία της από τo 1878 μέχρι το 1920. Τότε φτιάχτηκαν οι μεγάλοι λεωφόροι και τα επιβλητικά ρωσικά κτίρια – οικοδομήματα που έμειναν ανέπαφα αφού εξυπηρετούσαν τις «αρχιτεκτονικές ανησυχίες» και της «κεμαλικής αυτοκρατορίας», που ακολούθησε. Κτίρια τα οποία αργότερα πέρασαν στον έλεγχο του τουρκικού στρατού και ορισμένα μετατράπηκαν σε αρχηγεία των μυστικών υπηρεσιών – της περίφημης ΜΙΤ. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το Κάρς μετατράπηκε σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στην «ερυθρά απειλή». Οι χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, που πέρασαν τη θητεία τους στα παγωμένα φυλάκια της περιοχής, πρέπει να αισθάνθηκαν πολλές φορές «τροφή για τα κανόνια» των σοβιετικών αρμάτων μάχης, που σύμφωνα με τη δυτική προπαγάνδα θα εισέβαλαν ανά πάσα στιγμή. Αυτή η πόλη, που κάποτε αποτελούσε τον τελικό σταθμό των δυτικών κατασκόπων που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στη Σοβιετική Ένωση, χωρίς κανένα ρωσικό στοιχείο να έχει απομείνει σήμερα, κάνει ηρωίδα στο βιβλίο του ο Ορχάν Παμούκ, καταφέρνοντας να χτυπήσει ορισμένες ευαίσθητες χορδές της τοπικής κοινωνίας της.Ο ήρωάς του, πρότυπο του εξευρωπαϊσμένου Τούρκου, φτάνει στην πόλη όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας «αναζητώντας πληροφορίες και υλικό», γίνεται μάρτυρας ενός θεατρικού πραξικοπήματος και εκών άκων βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης των ισλαμιστών με το κεμαλικό κατεστημένο. Σε αυτό το ταξίδι καταφέρνει να καταγράψει την «επαναστατική αριστερά» που ξέπεσε στο στρατόπεδο του πολιτικού Ισλάμ, τις κοπέλες με την ισλαμική μαντίλα που αυτοκτονούν (η μεγαλύτερη αμαρτία σύμφωνα με το Κοράνι) για να γλιτώσουν από την φριχτή τους καθημερινότητα αλλά και τους εκατοντάδες ανέργους που σβήνουν στα καφενεία και παρακολουθούν τηλεόραση «μόνο για να μην ακούνε τη κατάθλιψη των φίλων τους». Ο ευαίσθητος αυτό άνθρωπος βρίσκεται εκεί για να ερωτευτεί την πανέμορφη Ιπέκ, που όμως όπως όλοι οι συμπολίτες της είναι βαθιά χωμένη στο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στην Τουρκία. Ο άθεος Κα, μπερδεύεται από σεΐχηδες και ιμάμηδες για το αν πιστεύει ή όχι, μπλέκεται με τους Ισλαμιστές, με τα κορίτσια με και χωρίς μαντίλα, με τα κορίτσια της μαντίλας που αυτοκτονούν για να μην την βγάλουν γεγονός που τα κατατάσσει στις άθεες και τους εξασφαλίζει μια θέση στην κόλαση. Άθελά του μετατρέπεται σε πιόνι των συγκυριών, των καταστάσεων και των ανθρώπων, κι ανάμεσα στους δεκάδες ανθρώπους που παρατηρεί να πεθαίνουν στο διάβα του, ερωτεύεται, ονειρεύεται την ευτυχία μακριά από την Τουρκία και γράφει ποίηση σαν δαιμονισμένος, ενώ είχε χρόνια να το κάνει. Η επιστροφή του στην Τουρκία άλλωστε έχει διττό σκοπό, απεσταλμένος δημοσιογράφος πρέπει να καταγράψει τις αιτίες που οδήγησαν αρκετές νεαρές μουσουλμάνες στην αυτοκτονία και συναισθηματικά ευάλωτος να αναζητήσει την άλλοτε συμμαθήτριά του εκπάγλου καλλονής που προσφάτως έχει χωρίσει. Μέσα σε όλες τις παθογένειες της πόλης υπάρχει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό που συμπληρώνει την ήδη παγερή εικόνα. Το χιόνι, που κάνει την πόλη να αποκλειστεί τον κρατά εκεί απομονωμένο για τρεις ημέρες. Σε αυτό το χιονισμένο σκηνικό μιας πόλης που το όνομά της σημαίνει χιόνι ο συγγραφέας αναπτύξει την κοινή σε όλο του το λογοτεχνικό έργο θεματική: την αντίθεση μεταξύ της Κεμαλικής Τουρκίας που προσπαθεί να προσεγγίσει την Δύση και της Ισλαμικής Τουρκίας που μισεί οτιδήποτε ευρωπαϊκό ως άθεο και διαβολικό. Ο Κα, στην έρευνά του για τις αυτόχειρες μαντηλοφορούσες συναντάει την δυσπιστία, μπλέκεται με διάφορους απίθανους τύπους, ερωτεύεται την παλιά του συμφοιτήτρια Ιπέκ, η αδερφή της οποίας είναι από τις αρχηγούς του «κινήματος της μαντήλας» και μέσα σε όλα αυτά, ένας μεσήλικας ηθοποιός με αφορμή μια θεατρική παράσταση που μεταδίδεται απευθείας σε τοπικό επίπεδο, πραγματοποιεί με τη συνεργασία μιας μονάδας στρατού που υπάρχει μόνιμα στο Καρς ένα πραξικόπημα- οπερέτα, που ξεκινάει με ένα λουτρό αίματος μέσα στο θέατρο (ευθεία αναφορά στα τραγικά γεγονότα στο θέατρο της Μόσχας μερικά χρόνια πριν )και στρέφεται εναντίον όλων αυτών που «εμποδίζουν» την ανάπτυξη της χώρας. Κάπως έτσι το βιβλίο σιγά-σιγά μετατρέπεται σε ένα πολιτικό θρίλερ που μαζί με την υπέροχη ιστορία αγάπης μεταξύ Κα και Ιπέκ συναρπάζει και προβληματίζει. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Κα καθώς περνάνε οι μέρες συνειδητοποιεί τον δυισμό της προσωπικότητάς του και πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις υποστηρίζοντας τις ιδέες του. Τα μεγάλα μάτια της μυστηριώδους Ιπέκ τον τρελαίνουν αλλά η πεζή καθημερινότητα, οι ίντριγκες και το πολιτικό κλίμα τον επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα και τον οδηγούν σε λανθασμένες κινήσεις που θα του κοστίσουν τη ζωή. Άλλωστε ο θάνατός του ανακοινώνεται από την αρχή του βιβλίου ενώ το ταξίδι που εξελίσσεται μας βοηθά να κατανοήσουμε τα αίτιά του. «…Τι κάνω σ’ αυτό τον κόσμο; αναρωτήθηκε ο Κα. Πόσο θλιβερές φαίνονται από μακριά οι νιφάδες του χιονιού, ,πόσο θλιβερή είναι η ζωή μου. Ο άνθρωπος ζει, φθείρεται, εξαφανίζεται. Σκέφτηκε ότι κι ο ίδιος υπάρχει και συνάμα χάνεται. Αγαπούσε τον εαυτό του, όμως με αγάπη και θλίψη παρατηρούσε το δρόμο που είχε πάρει η ζωή του, σαν νιφάδα του χιονιού. Ο πατέρας του χρησιμοποιούσε ένα συγκεκριμένο αφρό ξυρίσματος, θυμήθηκε τη μυρωδιά του. Και καθώς μύριζε τη μυρωδιά, του ήρθαν στο μυαλό τα κρύα πόδια της μάνας του μέσα στις παντόφλες καθώς ετοίμαζε πρωινό στη κουζίνα, μια βούρτσα μαλλιών, το γλυκό ροζ σιρόπι για τον βήχα που του δώσανε να πιει μια νύχτα που ξύπνησε βήχοντας, το κουταλάκι που του βάλανε στο στόμα, τα μικρά πράγματα που είναι η ζωή. Όλα αυτά που συγκροτούν μια ολότητα, μια νιφάδα χιονιού[…]». Η τούρκικη ψυχοσύνθεση, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά μας, οι λεπτές πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, φυλετικές ισορροπίες το χιόνι, πανταχού παρόν, πανέμορφο, εξοργιστικά καταθλιπτικό. Αυτό και το ερώτημα της μοίρας, της ευθύνης για τον τόπο που γεννήθηκες, για το πόσο αυτό σε καθορίζει πέρα και εκτός χαρακτήρα, ο παραλογισμός της πολιτικής και της θρησκείας. Ο Παμούκ γεννήθηκε το 1952 στο μεγαλοαστικό Νισάντασι, όπου και μεγάλωσε. Προοριζόταν για μηχανικός, κατά την οικογενειακή παράδοση, αλλά ως καλλιτεχνική φύση κατέληξε να γραφτεί στη Σχολή Αρχιτεκτονικής. Δεν άντεξε πολύ. Σύντομα παράτησε τις σπουδές του και στα 22 του ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, μια επική σάγκα με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφίας. Η πολιτική έχει παίξει ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του Παμούκ. Παιδί της δεκαετίας του ’70 έζησε σε μια περίοδο έντονα ταραγμένη για την τουρκική σύγχρονη ιστορία. Όπως έχει ο ίδιος δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του, «δεν ήμουν όπως οι περισσότεροι ριζοσπαστικοί αριστεροί μαρξιστές φίλοι μου που διάβαζαν βιβλία που άλλαξαν τη ζωή τους και μέσα σε δύο χρόνια κατέληξαν στη φυλακή όπου τους βασάνισαν. Εγώ ήμουν ένας προσεκτικός αστός. Γι’ αυτό και οι φίλοι μου, μου έλεγαν: “Α, είσαι προσεκτικός, κάθεσαι σπίτι σου και διαβάζεις βιβλία”. Ήμουν πάντα φιλελεύθερος, όχι εξτρεμιστής». Έχει κερδίσει το βραβείο Νόμπελ το 2006, όμως μετά την απονομή πολλοί ισχυρίστηκαν ότι έγινε με πολιτικά κίνητρα. Μια χρονιά πριν οι πιέσεις που είχε δεχτεί ήταν έντονες. Το 2005 ξέσπασε ένα σκάνδαλο γιγαντιαίων πολιτικών διαστάσεων με διεθνές αντίκτυπο για τον ίδιο, αλλά και τη χώρα του. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε μιλήσει υπέρ της ελευθερίας του λόγου και είχε θίξει το θέμα των πολιτικών δικαιωμάτων των Κούρδων, το απόλυτο θέμα-ταμπού στην Τουρκία ακόμη και σήμερα. Το 2005, όμως, μια συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα «Das Magazin» άλλαξε τη ζωή του με τρόπο που δεν φανταζόταν. Στη συνέντευξη αυτή φερόταν να δηλώνει: «Τριάντα χιλιάδες Κούρδοι και ένα εκατομμύριο Αρμένιοι έχουν σκοτωθεί. Και κανείς δεν τολμάει να το αναφέρει, οπότε θα το κάνω εγώ». Η δήλωση αυτή, μια δήλωση που ο Παμούκ υποστηρίζει πως είχε άμεση σχέση πολύ περισσότερο με την ελευθερία του λόγου παρά με την ίδια την πολιτική, προκάλεσε μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις. Σε προσωπικό επίπεδο ο συγγραφέας βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου πάνω από μία φορά για τις απόψεις του, ενώ δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορεί χωρίς σωματοφύλακα. Την ίδια ώρα οι εξτρεμιστές απειλούσαν πως θα κάψουν τα βιβλία του ενώ το 2008 μάλιστα μαθεύτηκε ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του. Μάλιστα εξαιτίας της δήλωσής του άλλαξε η τουρκική νομοθεσία – έγινε πια παράνομο «να προσβάλλει κανείς την Τουρκική Δημοκρατία». Η υπόθεση προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή: μερικοί από τους διασημότερους συγγραφείς του κόσμου έσπευσαν στο πλευρό του – από τον Τζον Απνταϊκ ως τον Γκύντερ Γκρας και από τον Ουμπέρτο Εκο ως τον Κάρλος Φουέντες –, ενώ το ζήτημα επηρέασε έντονα και τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»