Τρεις βδομάδες του 1944 ήταν αρκετές για να σφυρηλατήσουν τη σύγχρονη χρηματοπιστωτική πραγματικότητα, όπως κι αν την ορίζει αυτή κανείς. Γιατί από τη Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη που έλαβε χώρα στο Μπρέτον Γουντς του Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ (1-22 Ιουλίου 1944) γεννήθηκε το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, τα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου δηλαδή που κάποιοι αναγνωρίζουν ως πυλώνες της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Οι αρχιτέκτονες της νέας διεθνούς πραγματικότητας συναντήθηκαν το καλοκαιράκι του 1944, καταμεσής ακόμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να αναδιαμορφώσουν το οικονομικό πεδίο του πλανήτη. Οι εκπρόσωποι των 44 χωρών τραβήχτηκαν ως το πολυτελέστατο, αν και απομονωμένο, Mount Washington Hotel του αγροτικού οικισμού του Νιου Χάμσαϊρ για να διασφαλιστεί ότι δεν θα δέχονταν περισπασμούς και πιέσεις από αλλότρια κέντρα συμφερόντων και εξωθεσμικούς παράγοντες. Είχαν εξάλλου να οικοδομήσουν το πλαίσιο που θα λειτουργούσε εφεξής ο κόσμος και έπρεπε να σεβαστούν τις διακηρύξεις των εμπνευστών της διάσκεψης, του αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ και του βρετανού πρωθυπουργού Τσόρτσιλ, που είχαν βαλθεί να διασφαλίσουν τη μεταπολεμική ευημερία της Δύσης μέσω διεθνούς συνεργασίας και αποφυγής οριακών καταστάσεων, σαν αυτές της δεκαετίας του 1930 δηλαδή που θεωρούσαν οι παγκόσμιοι ηγέτες ότι είχαν προκαλέσει τον παγκόσμιο πόλεμο. Οι δυο πατέρες του μεταπολεμικού καπιταλισμού, ο διεθνούς φήμης βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς (και σύμβουλος του Υπουργείου Οικονομικών της Αγγλίας) και ο αμερικανός αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, Χάρι Ντέξτερ Γουάιτ, μόχθησαν πολύ σε κείνη τη διάσκεψη για να γεννηθεί η νέα οικονομική πραγματικότητα του κόσμου. Για μια Νέα Τάξη Πραγμάτων μιλούσαν και τότε. Οι ΗΠΑ ήταν εξάλλου η μόνη χώρα που φαινόταν πως θα έβγαινε από τις στάχτες του πολέμου με τονωμένη οικονομία, κι έτσι είχε τον πρώτο λόγο στο συνέδριο. «Η οικονομική ευημερία κάθε χώρας είναι ένα καλό θέμα ανησυχίας για όλους τους γείτονές της, κοντινούς και μακρινούς», τόνιζε με νόημα ο Ρούσβελτ στην ομιλία του. Σε αυτή την απομακρυσμένη κωμόπολη του Νιου Χάμσαϊρ έγινε η περιβόητη συνάντηση που θα δημιουργούσε κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πιο πριν: ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που διοικείται από έναν διεθνή οργανισμό. Ο «κανόνας του χρυσού» από τα τέλη του 19ου αιώνα, το οργανικό θεμέλιο της πρώτης μεγάλης οικονομικής παγκοσμιοποίησης δηλαδή, είχε καταρρεύσει εξάλλου κατά τη διάρκεια του προηγούμενου παγκόσμιου πολέμου. Οι προσπάθειες για να αναβιώσει τη δεκαετία του 1920 αποδείχθηκαν καταστροφικά ανεπιτυχείς. Οι οικονομίες και το εμπόριο κατέρρευσαν. Οι διασυνοριακές εντάσεις βρίσκονταν στα ύψη. Στη δεκαετία του 1930 οι διεθνιστές του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν τις αδυναμίες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος μια και καλή. Σύμφωνα μάλιστα με τα λόγια του Χάρι Ντέξτερ Γουάιτ, ελάχιστα γνωστού τότε αξιωματούχου του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος έμελλε να γίνει ο απροσδόκητος γεννήτορας του συστήματος του Μπρέτον Γουντς, η ώρα είχε έρθει για να οικοδομηθεί ένα «New Deal για έναν νέο κόσμο». Δουλεύοντας πλάι στον επαναστατικό οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς και παρά το ακανθώδες της συνεργασίας τους, ο Γουάιτ έθεσε αυτό που θεωρούσε πως ήταν οι οικονομικές βάσεις για μια βιώσιμη μεταπολεμική παγκόσμια ειρήνη. Οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να αποκτήσουν μεν περισσότερη δύναμη από τις αγορές, αλλά και λιγότερα προνόμια ταυτοχρόνως, για να μην μπορούν να τις χειραγωγούν ώστε να προσπορίζονται κέρδη. Το εμπόριο στο μέλλον θα αξιοποιούνταν για την εξυπηρέτηση της πολιτικής συνεργασίας και τον τερματισμό των ελλείψεων σε χρυσό και δολάρια. Οι κερδοσκόποι που αισχροκερδούσαν επωφελούμενοι τους φόβους των αγορών θα αλυσοδένονταν έτσι πιστάγκωνα από τους περιορισμούς που θα τίθεντο στις ξέφρενες διασυνοριακές ροές κεφαλαίων. Τα επιτόκια θα καθορίζονταν από κυβερνητικούς εμπειρογνώμονες εκπαιδευμένους στη νέα ισχυρή πειθαρχία της μακροοικονομίας, κι εδώ ο υπέρμαχος του κρατικού παρεμβατισμού Κέινς είχε τον πρώτο ρόλο. Οραματίστηκε ένα Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για να διασφαλίσει το γεγονός ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν θα χειραγωγούνταν αποκτώντας κάποιοι ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Την ίδια ώρα, το Μπρέτον Γουντς υπερψήφισε τη ρήτρα για τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, ένα κλειστό σύστημα στο οποίο κάθε χώρα που συμμετείχε θα αναλάμβανε την υποχρέωση να ασκήσει τέτοια νομισματική πολιτική που να διατηρεί τη συναλλαγματική της ισοτιμία σταθερή σε μια προκαθορισμένη τιμή (συν-πλην 1% σε σχέση με τον χρυσό). Κι αυτό για να οικοδομηθεί ένα ομαλό και προβλέψιμο διεθνές κλίμα συναλλαγών, το οποίο θα διέπονταν από συγκεκριμένους κανόνες. Δεν ίσχυε βέβαια το ίδιο για όλα τα εθνικά νομίσματα, μιας και το δολάριο μετατράπηκε σε άξονα αναφοράς αλλά και ρυθμιστική αρχή για όλα τα νομίσματα των συνεργαζόμενων χωρών. «Παρεμβατικό νόμισμα» το είπαν, καθώς μόνο το δολάριο διατηρούσε το δικαίωμα στη μετατρεψιμότητα σε χρυσό, την ίδια ώρα που οι υπόλοιπες χώρες καθόριζαν μεν τις ισοτιμίες τους σε σχέση με τον χρυσό, υπολογίζοντας ταυτοχρόνως τη σχέση του εθνικού τους νομίσματος με το δολάριο. Ο Γουάιτ έθεσε ουσιαστικά τις βάσεις για μια δολαριοκεντρική μεταπολεμική τάξη, εντελώς αντίθετη στα μακροχρόνια βρετανικά συμφέροντα. Οι χώρες που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες θα λάμβαναν βραχυχρόνια χρηματοδότηση από το ΔΝΤ για να μην υποτιμηθεί το νόμισμά τους. Την ίδια στιγμή, η Παγκόσμια Τράπεζα (Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης την ήθελε το Μπρέτον Γουντς) θα χορηγούσε μακροπρόθεσμα δάνεια για την ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών «διευκολύνοντας την επένδυση του κεφαλαίου για παραγωγικούς σκοπούς». Η μεταπολεμική ευημερία θα διασφαλιζόταν και από έναν τρίτο θεσμό, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, που θα διευκόλυνε την ομαλή λειτουργία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. Ο οργανισμός ήταν νεογέννητος ακόμα όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να επικυρώσουν το καταστατικό του το 1947, παρά το γεγονός ότι κατέληξαν τελικά στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου αργότερα. Ο Κέινς πίεζε μάλιστα για ακόμα δραστικότερες και σαφώς πιο φιλόδοξες λύσεις, όπως τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας που θα κυκλοφορούσε το δικό της νόμισμα («bancor» το ήθελε ο οραματιστής οικονομολόγος), αν και οι ΗΠΑ απέρριψαν και πάλι το σχέδιό του. Όπως φάνηκε, η ηγεμονία της Αμερικής στις εργασίες του Μπρέτον Γουντς έδωσε τελικά στο δολάριό της την ηγετική θέση που κατείχε στην παγκόσμια οικονομία, επιτρέποντάς της να διαχειρίζεται εμπορικά και οικονομικά ελλείμματα χωρίς να χρειάζεται να υποτιμά το νόμισμά της. Και μιας και οι ΗΠΑ κατέθεσαν τους περισσότερους οβολούς στους δύο διεθνείς θεσμούς (ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα), διατήρησαν μεγαλύτερα δικαιώματα ψήφου, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να ασκούν βέτο σε πολιτικές που δεν ήταν της αρεσκείας τους. Παρά ταύτα, το διακύβευμα του Μπρέτον Γουντς για τη διεθνή οικονομική συνεργασία δούλεψε επαρκώς και συνέβαλε στην εκτόξευση της δυτικής οικονομίας κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (από κοινού με το επιπρόσθετο Σχέδιο Μάρσαλ φυσικά), αλλάζοντας δραστικά το επίπεδο ζωής της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Μόνο που οι ΗΠΑ ήταν τώρα η πλουσιότερη χώρα του κόσμου και με διαφορά και πίσω από την ευγενική της διάθεση να στέλνει δισεκατομμύρια στις χώρες του εξωτερικού εδράζονταν, όπως αποδείχτηκε, αλλότρια κίνητρα. Την ώρα που λίπαινε δηλαδή τις μηχανές του παγκόσμιου εμπορίου, μετατρεπόταν αυτή ουσιαστικά σε Παγκόσμια Τράπεζα, αφήνοντας τον διεθνή θεσμό να ασχολείται πια με το πλιατσικολόγημα των αναπτυσσόμενων χωρών της υφηλίου. Μέχρι το 1970 όμως, όταν το δολάριο υπέστη τους κραδασμούς της αμερικανικής πολιτικής και κλονίστηκε από τη γενικότερη αστάθεια της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής σκηνής, οι ΗΠΑ ξέχασαν βολικά τις δεσμεύσεις τους στο Μπρέτον Γουντς και έλαβαν έκτακτα και μονομερή μέτρα για τη στήριξη του νομίσματός τους. Κι έτσι το 1971, όταν τα μέτρα απέτυχαν να αντισταθμίσουν το ελλειμματικό ισοζύγιο των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Νίξον εγκατέλειψε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, στέλνοντας στα αζήτητα της Ιστορίας το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς. Οι άλλοι δυο πυλώνες του αποτυχημένου -όπως χαρακτηριζόταν πια- Μπρέτον Γουντς συνεχίζουν ωστόσο να δουλεύουν, μιας και μέχρι τώρα είναι σαφής ο ρόλος τους στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα ως μαζικοί μηχανισμοί μεταφοράς πλούτου από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις βιομηχανικές υπερδυνάμεις. Οι συζητήσεις εξάλλου για ένα νέο Μπρέτον Γουντς στη δεκαετία του 1970 προκαλούσαν γέλιο πια στα γεράκια της χρηματοπιστωτικής και οι εθνικοί παίκτες έτρεχαν τώρα να βρουν λύσεις. Η Ευρώπη βρήκε μία, τη δημιουργία του ευρώ το 1999, και οι μεγάλες δυνάμεις κατέληξαν στη δημιουργία της G7 για την προάσπιση των δικών τους συμφερόντων. Αν ήταν το Μπρέτον Γουντς το αρχιμήδειο σημείο της Νέας Τάξης Πραγμάτων ή αν ήταν ακριβώς το τέλος του αυτό που θα γεννούσε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και την απορρύθμιση των εθνικών αγορών, αυτό παραμένει αντικείμενο διαμάχης στις τάξεις των οικονομολόγων. Οι δύο δεκαετίες που ακολούθησαν πάντως τη διάλυση της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς και μετέτρεψαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε νέο αφεντικό του κόσμου δεν μπορούν να περάσουν στα «ψιλά» της Ιστορίας. Τα πανίσχυρα ιδιωτικών συμφερόντων κεφάλαια που αισχροκερδούν ακόμα και κατά κραταιών οικονομιών δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές, όπως έκαναν περιβόητα στην ασιατική κρίση του 1997-1998, και η ύπουλη δράση ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας στις «ευεργετούμενες» χώρες συνθέτουν ένα πιεστικό τοπίο που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί Νέα Τάξη Πραγμάτων. Αλλά και η τελευταία παγκόσμια οικονομική ύφεση, τους κραδασμούς της οποίας υπέστησαν κυρίως οι ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, ενδέχεται να ήταν άλλη μια «κρίση εργαστηρίου», από αυτές που τόσο αγαπούν τα νεοταξικά αρπακτικά. Πόσο μάλλον που η πολιτική βούληση για πραγματική συνεργασία των εθνών έχει καταλαγιάσει στις μέρες μας, εκτός αν παίζεται κι εδώ ένα σκιώδες παιχνίδι διαπλοκής…