Ήταν το 1933 όταν ο ρεμπέτης Γιώργος Μπάτης ήταν να γραμμοφωνήσει δυο πασίγνωστα κατόπιν τραγούδια του («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι»), όταν μετά την τελική πρόβα «πήγε να κάνει μια τζούρα». Επιστρέφοντας στο στούντιο, ήταν τέτοια η θολούρα του που «δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει». Η ηχογράφηση δεν μπορούσε όμως να αναβληθεί, κι έτσι κάποιος άλλος έπρεπε να πει τα κομμάτια. Η παραισθησιακή αυτή κατάσταση του Μπάτη στάθηκε η μεγάλη αφορμή για να εμφανιστεί στη δισκογραφία ένα σωστό ρεμπέτικο φαινόμενο, ο μεγάλος Παγιουμτζής που όλοι θα αποκαλούσαν έκτοτε μόνο με το μικρό του. Ή με το «χαϊδευτικό» του, το φοβερό και τρομερό «Τεμπέλης», το οποίο αναφέρθηκε μόλις στη δεύτερη στροφή του πρώτου τραγουδιού που είπε ποτέ, του «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» («Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης / και ο Στράτος ο τεμπέλης»). Όπως κι αν έχει, ένας εμβληματικός αοιδός της κλασικής εποχής του ρεμπέτικου και του λαϊκού αργότερα είχε έρθει για να μείνει, αναγκάζοντας τον Βασίλη Τσιτσάνη να παραδεχτεί κάποτε ότι ο Στράτος είχε «στον λαιμό του φωλιές από αηδόνια». Μέχρι τότε βέβαια ο πρωτεργάτης του ρεμπέτικου και θεμέλιος λίθος της λεγόμενης πειραιώτικης σχολής θα έχει ήδη δημιουργήσει την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, τη θρυλική «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς»! Πλάι στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστο Δελιά και τον Γιώργο Μπάτη, ο Παγιουμτζής θα έγραφε το 1934 μουσική ιστορία στον τόπο μας, γεννώντας μια παράδοση που ερχόταν ολοταχώς να καθιερωθεί στη συλλογική μας συνείδηση. Παρά το γεγονός ότι ήταν κυρίως τραγουδιστής του πάλκου και δεν έγραψε δικά του κομμάτια, ο Παγιουμτζής θεωρείται κοινώς ως ένας από τους πατριάρχες του ρεμπέτικου, της μελωδίας που τόσο αγάπησε και τραγουδούσε όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν. Ο Στράτος έφερε τους μικρασιάτικους λυγμούς και τους αμανέδες του στην Ελλάδα, ενσαρκώνοντας με την ιδιαίτερη φωνή του τους πόνους και τους πόθους μιας ολόκληρης εποχής. Σε 35 χρόνια δισκογραφίας, ο σπουδαίος Παγιουμτζής ηχογράφησε περί τα 250-300 τραγούδια σε δίσκους των 78 στροφών και άλλα 100 περίπου σε δίσκους των 45! Ήταν η αδιαμφισβήτητη φωνή των ρεμπετών…
Πρώτα χρόνια
Ο Στράτος Παγιουμτζής γεννιέται το 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, αν και ανδρώθηκε στον Πειραιά, καθώς η φαμίλια εγκατέλειψε τη γενέτειρά της πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Μιχάλης και η Καλλιόπη πήραν τα τρία τους παιδιά (τον Στράτο και τις δυο αδερφές του) και αφού πέρασαν ένα διάστημα στη Μυτιλήνη, αποβιβάστηκαν το 1918 στο λιμάνι του Πειραιά με όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Ο μικρός Στράτος βγαίνει στη βιοπάλη αμέσως και δουλεύει με τον πατέρα του πότε ως ψαράς και πότε ως βαρκάρης (εκτελώντας τους ανεφοδιασμούς των καραβιών που έφταναν στο λιμάνι ως «γεμιτζής»). Παρά την καταραμένη φτώχεια και τον καθημερινό μόχθο, ο νεαρός είναι έξω καρδιά και όπου σταθεί κι όπου βρεθεί πιάνει το τραγούδι. Στην ανοιχτή θάλασσα, στην ψαραγορά, στην ταβέρνα άρχιζε να τραγουδά μόλις ερχόταν στα μεράκια και δεν θα αργούσε να ανακαλυφθεί από τη θρυλική πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου…
Η «Τετράς του Πειραιώς»
Ήταν γύρω στο 1925 όταν η μελωδική φωνή του Στράτου θα τον φέρει δίπλα στον άρχοντα του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη, με τον οποίο δεν θα γίνουν μόνο καρδιακοί φίλοι αλλά και συνεργάτες! Ο Στράτος ανεβαίνει δειλά δειλά στο πάλκο πλάι στον Μάρκο και γνωρίζεται έτσι πριν από το 1930 με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, ονόματα δηλαδή σαν του Δελιά, του Κηρομύτη, του Μπαγιαντέρα κ.λπ. Εκεί στη στροφή της νέας δεκαετίας του 1930, ο Βαμβακάρης και οι άλλοι μεγάλοι του ρεμπέτικου αρχίζουν να παίζουν με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες τους παλιές επιτυχίες αλλά και δικά τους τραγούδια στα στέκια που ξεφυτρώνουν στη Δραπετσώνα και γνωρίζουν ιδιαίτερη επιτυχία. Καθοριστική στιγμή εδώ το 1931, όταν ιδρύθηκε η δισκογραφική Columbia και στα στούντιό της αρχίζουν να ηχογραφούν οι ογκόλιθοι του ρεμπέτικου πενταγράμμου! Όπως είπαμε, η εμφάνιση στο Στράτου στη δισκογραφία έγινε στα τέλη του 1933 από σπόντα, όταν ο Μπάτης δεν μπορούσε να ηχογραφήσει (για «ειδικούς λόγους»!) τα τραγούδια του και την παρτίδα κλήθηκε να σώσει ο Παγιουμτζής, ο οποίος τραγουδά μάλιστα σαν τον Μπάτη τόσο το «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα») όσο και το «Μάγκες Καραβοτσακισμένοι». Έτσι αποτυπώθηκε για πρώτη φορά η φωνή του Παγιουμτζή στο πικάπ, σαν alter ego του φοβερού και τρομερού Ζορζ Μπατέ!
Οργανοπαίχτες στη μυθικών σήμερα διαστάσεων ηχογράφηση ήταν ο Βαμβακάρης και ο Δελιάς. Η παρέα κόλλησε και από το καλοκαίρι του 1934 άρχισαν να παίζουν μαζί στην πειραιώτικη Μάντρα του Σαραντόπουλου, γεννώντας έτσι την πρώτη μπουζουξίδικη κομπανία. Υπεύθυνος για το όνομα ήταν ο σκανδαλιάρης Μπάτης, που τόσο λάτρευε την καθαρεύουσα και την ξενόφερτη γαλλική (απ’ όπου εξάλλου και το Ζορζ Μπατέ), γι’ αυτό και την είπε «Τετράς Ξακουστή του Πειραιώς». Μάρκος Βαμβακάρης, Ανέστης Δελιάς και Γιώργος Μπάτης γράφουν τραγούδια με το τσουβάλι, τα οποία ερμηνεύει η «φωνή» της κομπανίας, ο Στράτος, που έκανε μπαμ από μακριά για τα ερμηνευτικά του χαρίσματα και όλοι οι μεγάλοι του ρεμπέτικου τον ήθελαν τώρα να τραγουδά τις δημιουργίες τους. Παρά το γεγονός ότι στην κομπανία τραγουδούν όλοι, ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Όσο για τον τζουρά ή τον μπαγλαμά που κρατάει συνήθως στα λαϊκά πάλκα, είναι καθαρά διακοσμητικός! Ο ρόλος του ως οργανοπαίκτης είναι σχεδόν ανύπαρκτος και το όργανο το κράταγε για να μην ξενίζει το πειραιώτικο κοινό, που θεωρούσε ότι τραγουδιστής χωρίς όργανο δεν είχε θέση σε ρεμπέτικη ορχήστρα. Η πρώτη αυτή ρεμπέτικη κομπανία που εμφανίστηκε επαγγελματικά σε κέντρο διασκέδασης ηχογράφησε τα πρώτα της τραγούδια την ίδια εποχή και ο Στράτος θα επιστρέψει σε άλλο ένα άσμα του Μπάτη, τους «Σφουγγαράδες» του 1935.
Παρά τη στενή φιλία που τον συνέδεε με τον Μάρκο, τα δικά του τραγούδια θα τα πει από το 1936 και μετά, τουλάχιστον σε δίσκο, μιας και στα πάλκα ήταν αυτός που τα τραγουδούσε πάντα. Ο λόγος εδώ ήταν ο επίσης θρυλικός μαέστρος της Columbia, Σπύρος Περιστέρης, που επέμενε να ερμηνεύει ο Βαμβακάρης τα τραγούδια του στις ηχογραφήσεις, δημιουργώντας έτσι το εξής παράδοξο: στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται από τον Στράτο και στη δισκογραφία από τον ίδιο τον Βαμβακάρη. Όταν τον άφησε πάντως να πει δυο-τρία τραγουδάκια του Μάρκου, όπως τα «Γέρασες πια και δε σ’ αγαπώ», «Καραβοτσακίσματα» κ.ά., τότε πείστηκε ότι ο Στράτος ήταν η φωνή της παρέας! Την ίδια εποχή θα πει και την «Αθηναίισα» του Δελιά, που θα κάνει τρελή επιτυχία, αλλά και τα «Μάγκες πιάστε τα βουνά» και «Τον άντρα σου και μένα» του τέταρτου μεγάλου της ξακουστής παρέας, καθιερώνοντας την Τετράδα του Πειραιά ως το πρώτο αμιγώς ρεμπέτικο συγκρότημα. Στους δεκάδες των δίσκων που παίρνει μέρος, ο Στράτος συνηθίζει να χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τα ωραία σου», «Γεια σου Ανέστο με τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου» κ.λπ.), δημιουργώντας μια μόδα που θα βρει διαχρονικούς μιμητές. Συχνά πυκνά, χαιρετίζει ακόμα και τον εαυτό του! («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου»). Ο λόγος που το έκανε; Μα γιατί ήταν ο αμεσότερος τρόπος κατοχύρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων του ρεμπέτη! Η ακλόνητη απόδειξη του «εγώ παίζω εδώ» ώστε να μη χωρούν αμφιβολίες για την πατρότητα του κομματιού…
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η φωνή του Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Τώρα την αναζητούν όλοι, από τους μάγκες και τους νταήδες θαμώνες των χαμαιτυπείων μέχρι και τους συνθέτες, που περιμένουν ουρά για να τον καπαρώσουν να ερμηνεύσει τα νέα άσματά τους. Όλοι τον ξέρουν πια με το μικρό του όνομα (έτσι εμφανίζεται ακόμα και στις ετικέτες δίσκων!) και όλοι σπεύδουν να συνεργαστούν μαζί του. Από το 1935 μέχρι και τον πόλεμο, ο Παγιουμτζής ερμηνεύει Βαγγέλη Παπάζογλου, Παναγιώτη Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Σπύρο Περιστέρη, Μανώλη Χιώτη (τον οποίο ανακάλυψε μάλιστα ο Στράτος), αλλά και τα μεγαλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριάκειο» κ.λπ.), του Σέμση, του Ογδοντάκη, του Παπαϊωάννου κ.ά. Με τη μυθική φωνή του και τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας του, ο Στράτος χρίζεται βάρδος του ρεμπέτικου και ηχογραφεί εκατοντάδες κομμάτια τόσο στην Columbia όσο και την Odeon. Γραμμοφωνεί επίσης τους περίφημους αμανέδες του με το γνώριμο εκφραστικό του ύφος αλλά και παραδοσιακά στιχάκια που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για αιώνες, συνδυάζοντας δημοτικό τραγούδι και ανατολίτικη μικρασιατική μουσική. Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην καριέρα του Στράτου ήταν η πολύχρονη συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τα τραγούδια του οποίου ερμήνευε σωρηδόν καθιερώνοντας έτσι τον πρωτοεμφανιζόμενο τρικαλινό συνθέτη. Τα μισά σχεδόν από τα 100 περίπου προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη τραγουδήθηκαν δισκογραφικά από τον Παγιουμτζή, ο οποίος έπαιξε τον δικό του ρόλο στην εμπορική απήχηση των ασμάτων του νεαρού Τσιτσάνη. Λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος, ο Στράτος θα παντρευτεί το 1939 την εκλεκτή της καρδιάς του, μια κοπέλα από την Άνδρο (Ζωή Φούντου), με την οποία θα αποκτήσουν τρία παιδιά, αν και τα δυο του αγόρια θα πεθάνουν μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής…
Μεταπολεμικά και τελευταία χρόνια
Μετά τον πόλεμο, ο Στράτος επιστρέφει στη δισκογραφία κανονικά και συνεχίζει τη συνεργασία με τους παλιότερους συνεργάτες του (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη κ.λπ.), την ίδια ώρα που δοκιμάζει τώρα τις πενιές της νεότερης γενιάς, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ’ ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 όμως και την άνοδο του αρχοντορεμπέτικου, η παλιά φουρνιά παίρνει την κατιούσα. Οι ρεμπέτες εξαφανίζονται μαγικά από τις δισκογραφικές και ο Στράτος είναι ένα από τα θύματα της εποχής. Αυτόν εξάλλου δεν τον συμπαθούσαν προσωπικά τα στελέχη των δισκογραφικών, καθώς ήταν φωνακλάς και αθυρόστομος και έμοιαζε τώρα με απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Δεν θα είναι όμως το τέλος του. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι παλιοί επιστρέφουν μέσω των νέων συνθετών που εκτιμούν τη δουλειά τους και έχουν επιρροή στις δισκογραφικές. Ο Μπιθικώτσης αναβιώνει τον Βαμβακάρη και ο Ζαμπέτας κάνει το ίδιο για τον Παγιουμτζή, πατώντας πάνω στον τελικό λόγο που είχε στις εταιρίες. Ο Στράτος ηχογραφεί και πάλι προπολεμικά ρεμπέτικα του Τσιτσάνη και των άλλων παλιών, κυκλοφορώντας και ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα τραγούδια του, το «Μινόρε του Στράτου».
Περά από τη δισκογραφία, ο Παγιουμτζής επιστρέφει και στα ξενυχτάδικα, στα οποία είχε αδιάλειπτη παρουσία ακόμα και στον πόλεμο και την Κατοχή. Στη δεκαετία του 1960 θα ξανασυνεργαστεί με τον εδώ και 40 χρόνια φίλο του Μάρκο αλλά και όλη τη νεότερη φουρνιά των λαϊκών πια δημιουργών. Έτσι έμαθαν οι νεότεροι τον Στράτο και τους άλλους μεγάλους παλιούς του ρεμπέτικου πενταγράμμου μας. Το μεγάλο όνειρο του Παγιουμτζή ήταν να πάει να τραγουδήσει στην Αμερική, αν και δεν του έβγαζαν διαβατήριο εξαιτίας μιας παλιάς καταδίκης (του 1937!) για χρήση χασίς, αδίκημα που τον είχε στείλει στην εξορία. Τον Οκτώβριο του 1971, τα κρατικά εμπόδια υπερπηδήθηκαν και ο Στράτος θα βρεθεί περιχαρής στη Νέα Υόρκη να τραγουδά σε μπουζουξίδικο ομογενούς («Σπηλιά»), αν και η μοίρα θα τον προλάβαινε: στις 16 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς έσβησε τραγουδώντας πάνω στο πάλκο. Οι επίγειες περιπέτειές του δεν πήραν όμως τέλος, καθώς ο Παγιουμτζής ανήκε σε κείνη τη γενιά των ρεμπετών που έκαναν τους πάντες πλούσιους εκτός από τους εαυτούς τους. Κι έτσι χρειάστηκε να γίνει έρανος μεταξύ φίλων και συνεργατών για να επιστρέψει η σορός του στην Ελλάδα και να ενταφιαστεί τελικά με προσωπικά έξοδα του μεγάλου θαυμαστή του Γιώργου Ζαμπέτα.
Πριν φύγει από τον κόσμο, ο Παγιουμτζής ανέδειξε δημιουργούς με το τσουβάλι, άνοιξε διάπλατα τις δισκογραφικές πόρτες για άλλους τόσους και πρόλαβε να τραγουδήσει τόσα τραγούδια που οι περισσότεροι μόνο να ονειρεύονταν μπορούσαν. Ο μεγαλύτερος ίσως τραγουδιστής της κλασικής εποχή του ρεμπέτικου θα ζει αιώνια μέσα από τα ανεξίτηλα τραγούδια που έστειλε στην κορυφή μέσω των αηδονιών που είχε στο λαρύγγι του… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr