Την υπερψήφιση του νομοσχεδίου ζήτησε ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ενώ η εισηγήτρια της μειοψηφίας και οι αγορητές των κομμάτων της αντιπολίτευσης δήλωσαν την εναντίωσή τους, ζητώντας από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη να το αποσύρει.

Η επί της αρχής συζήτηση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων του νομοσχεδίου για την Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση, που αφορά τις επικουρικές συντάξεις της νέας γενιάς, κινήθηκε από την εκκίνησή της σε υψηλούς τόνους, καταγράφοντας τις δομικές αντιθέσεις και ενστάσεις μεταξύ της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης.  

Νέα Δημοκρατία

Ειδικότερα, ο εισηγητής ΝΔ, Περικλής Μαντάς, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο πρωτοπόρο και καινοτόμο για τον κόσμο της εργασίας, καθώς εισάγει μεγαλύτερη σταθερότητα, ασφάλεια και εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας. Ένα νομοσχέδιο, όπως τόνισε, που εστιάζει αποκλειστικά στη νέα γενιά. Στους νέους εργαζόμενους, που γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες μπαίνουν στην αγορά εργασίας και χτίζουν βήμα-βήμα, μέρα-μέρα το εργασιακό τους μέλλον. Η αξιοπρεπής σύνταξη, είπε, πλέον «δεν θα είναι ένα όνειρο απατηλό», ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές θα σταματήσουν να θεωρούνται ως μια αχρείαστη δαπάνη που ετεροκαθορίζεται.  
 
Μέχρι σήμερα, παρατήρησε ο βουλευτής της ΝΔ, οι εισφορές των εκάστοτε εργαζόμενων δεν αποταμιεύονται, αλλά δαπανώνται για τις σημερινές συντάξεις και οι νέοι ασφαλισμένοι γίνονται οι μεγάλοι χαμένοι. Εδώ, είπε, είναι που το σημερινό νομοσχέδιο έρχεται να δώσει την καλύτερη δυνατή λύση, με υπευθυνότητα, με πληρότητα και με τεχνοκρατική επάρκεια.  

Ειδικότερα, ανέφερε πως το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την επικουρική ασφάλιση, εστιάζει αποκλειστικά σε όσους αναλαμβάνουν εργασία από 1.1.2022 για την οποία υφίσταται υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, καθώς και προαιρετικά σε όσους εργαζόμενους είναι μέχρι 35 ετών. Μετατρέπει ένα τμήμα του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό, εισάγοντας τον θεσμό του «ατομικού κουμπαρά». Δημιουργεί από την 1.1.2022 ένα νέο δημόσιο Ταμείο, το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, το οποίο λειτουργεί εφαρμόζοντας πρακτικές και επενδυτική φιλοσοφία ιδιωτικής οικονομίας, οδηγώντας σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για όλους τους νέους ασφαλισμένους, παρέχοντας περισσότερες επιλογές και έναν καλύτερο έλεγχο όσον αφορά στην τελική σύνταξη.

Εγγυάται ότι το ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από αυτό που αντιστοιχεί στις καταβληθείσες εισφορές, μέσω της εγγύησης του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης. Αποσυνδέει τις επικουρικές συντάξεις από τις δημογραφικές εξελίξεις και τη σταδιακή γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Ενισχύει την εμπιστοσύνη των νέων απέναντι στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Αναβαθμίζει τη συνολική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της χώρας. Δημιουργεί έναν νέο, ανεξάρτητο και σταθερό ασφαλιστικό πυλώνα με σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό ανταποδοτικότητας και ελευθερίας.

Στηρίζει την εθνική οικονομία, αφού μεγάλο μέρος των χρημάτων που συγκεντρώνονται, επενδύονται στη χώρα. Ακολουθεί, είπε ο κ. Π. Μαντάς, το παράδειγμα της πλειονότητας των χωρών του ΟΟΣΑ, που εφαρμόζουν με επιτυχία συμπληρωματικά κεφαλαιοποιητικά συστήματα, διατηρώντας αμιγώς τον υποχρεωτικό δημόσιο χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και αποφεύγει αποτυχημένα παραδείγματα χωρών της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, που ιδιωτικοποίησαν και κεφαλαιοποίησαν πλήρως την κοινωνική ασφάλιση, με ιδιαίτερα όμως προβληματικά αποτελέσματα. 

ΣΥΡΙΖΑ

Η εισηγήτρια της μειοψηφίας, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «το δεύτερο χτύπημα» της κυβέρνησης μετά το πρόσφατο εργασιακό νομοσχέδιο για την εργασία και τους εργαζόμενους. Της καταλόγισε ότι φέρνει το ασφαλιστικό «κατακαλόκαιρο, για να αποφύγει τις κοινωνικές αντιδράσεις, που όμως δεν θα τις αποφύγετε». Υποστήριξε ότι το παρόν νομοσχέδιο αναιρεί τον βασικό χαρακτήρα του δημόσιου κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, πλήττει την αλληλεγγύη των γενεών και όλους εν γένει τους ασφαλισμένους, καθώς δημιουργεί μια επισφάλεια και αβεβαιότητα όσον αφορά το ύψος των συντάξεων στο μέλλον. Η πραγματικότητα, είπε, είναι ότι «χρησιμοποιεί τις εισφορές των εργαζομένων ως αντικείμενο τζογαρίσματος και ρίσκου στα διεθνή χρηματιστήρια» και πλήττει συνολικά όλους τους φορολογούμενους, γιατί το τεράστιο κόστος μετάβασης που φέρνει αυτό το σύστημα, θα το καλύψει στην πραγματικότητα ο κρατικός προϋπολογισμός. Αυτοί που ωφελούνται, είπε η εισηγήτρια της μειοψηφίας, είναι τα ιδιωτικά συμφέροντα και μάλιστα τα μεγάλα ασφαλιστικά ιδιωτικά συμφέροντα, καθώς και η ελληνική ασφαλιστική αγορά, η οποία έχει μια τρομακτική συρρίκνωση.  
 
Η κα Ξενογιαννακοπούλου υποστήριξε ότι δεν προβλέπεται κανενός είδους έλεγχος στη διαχείριση του Ταμείου, ούτε κάλυψη σε περίπτωση απωλειών πόρων, καθώς για τους εκλεκτούς και τα Golden Boys που θα στελεχώσουν το νέο Ταμείο υπάρχει ασυλία, και μάλιστα απέναντι στους ασφαλισμένους δεν υπάρχει καν αστική ευθύνη. Το νομοσχέδιο αυτό, είπε, «είναι προϊόν της νεοφιλελεύθερης εμμονής και ιδεοληψίας σας. Η γραμμή σας είναι η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας». Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αμφισβήτησε ότι έτσι όπως εξελίσσεται σήμερα το δημογραφικό πρόβλημα υπαγορεύει τη συγκεκριμένη λύση στο ασφαλιστικό στην οποία προχωράει η κυβέρνηση. Το κόστος μετάβασης, ανέφερε, είναι από 56 δισ. ευρώ όπως έχει ομολογήσει ο υφυπουργός Εργασίας και μπορεί να φτάσει στα 75 και 78 δισ. ευρώ σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις που έχουν γίνει. Σημείωσε πως εισάγεται το τζογάρισμα με δομημένα ομόλογα και μια σειρά ενυπόθηκα ομόλογα και δάνεια, πράγματα που θυμίζουν όπως είπε το 2008. Σχετικά με το νέο Ταμείο, είπε πως υπάρχει κατ’ αρχήν θέμα αντισυνταγματικότητας που θα το θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ολομέλεια της Βουλής, καθώς το δημόσιο υποχρεωτικό ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι κάτω από τη μέριμνα του κράτους, είτε με κρατικό φορέα είτε με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. «Και εδώ είναι απροσδιόριστο, αν αυτό το νέο Ταμείο θα ενταχθεί ως φορέας στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή όχι». Σχετικά με το ότι το σύστημα αυτό εφαρμόζεται σε άλλες χώρες, η βουλευτής είπε ότι «από τις 30 χώρες που μετά το 1981 μπήκαν σε κάποια μορφή, ολική ή μερική, κεφαλαιοποιητικού συστήματος, οι 18 αποχώρησαν από αυτό το σύστημα γιατί είχαν αβεβαιότητα συντάξεων, τεράστιο κόστος διαχείρισης, τεράστιο κόστος μετάβασης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνή Οργανισμού Εργασίας».