Όλες οι σύγχρονες σχολές μέτρησης των δημογραφικών μεγεθών δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε έναν συγκεκριμένο δείκτη, τον επονομαζόμενο «δείκτη γονιμότητας», που επί της ουσίας είναι ο αριθμός των απογόνων που γεννά ένα ζευγάρι κατά τη διάρκεια του βίου του. Στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός φθίνει συνεχώς, προκαλώντας ποικιλόμορφα προβλήματα στην πορεία της χώρας που ξεκινούν από την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και την έλλειψη εργατικού δυναμικού και φθάνουν μέχρι την μείωση της παραγωγής και την λειψανδρία στις Ένοπλες Δυνάμεις.

Και το πρόβλημα επιτείνεται συνεχώς, διαψεύδοντας όσους πίστευαν ότι η πανδημία θα έφερνε και αύξηση των γεννήσεων καθώς ο κόσμος ήταν κλεισμένος στα σπίτια του και αυτό μπορεί να βοηθούσε στην αναπαραγωγή. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή ο δείκτης γονιμότητας βρίσκεται οριακά στο 1,38 που αποτελεί έναν από τους χαμηλότερους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια κάθε ζευγάρι στη χώρα μας γεννά κατά μέσο όρο 1,38 παιδιά. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Δημογραφίας του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται περίπου κατά 450.000 άτομα κάθε δεκαετία, προσθέτοντας χαρακτηριστικά πως «σε 30 χρόνια από σήμερα θα έχουμε 1,5 εκατομμύριο λιγότερο πληθυσμό». Μιλάμε για μια τεράστια πληθυσμιακή απώλεια σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα – μόλις τριών δεκαετιών.

Εντελώς διαφορετική η εικόνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980

Ποτέ στην Ελλάδα η κατάσταση δεν ήταν πάντα τόσο απογοητευτική όσο είναι σήμερα. Ο Δείκτης Γονιμότητας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχει ιδιαίτερα υψηλές τιμές (ήταν μάλιστα από τις υψηλότερες των ευρωπαϊκών χωρών). Μια γυναίκα γεννούσε κατά μέσο όρο από 2,2 έως 2,4 παιδιά στη διάρκεια του βίου της, παραμένοντας σταθερά πάνω από το όριο αναπαραγωγής.

Η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα καλή πάντως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, όπου ο δείκτης αυτός καταγράφει 2,31 παιδιά /γυναίκα και παραμένει σταθερός για μια δεκαετία σε επίπεδα ψηλότερα του ορίου αναπαραγωγής, αν και με ελαφρές διακυμάνσεις. Στην κορύφωση φθάνουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αλλά από κει και πέρα καταγράφεται μια πτώση με ταχύτατους ρυθμούς. Το 1989 φθάνουμε να έχουμε μόλις 1,40 παιδιά/γυναίκα). Η πτωτική αυτή πορεία θα συνεχιστεί με αργότερους ρυθμούς και την επόμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα το 1999 ο δείκτης αυτός να λάβει και την μικρότερη τιμή της μεταπολεμικής περιόδου (1,24 παιδιά/γυναίκα).

Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα αρχίζει να ανακάμπτει (το 2005 θα υπερβεί τα 1,3 παιδιά/γυναίκα και το 2008 με 2010 θα ξεπεράσει έστω και οριακά τα 1,5 παιδιά) κάτι που οφείλεται μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι στη χώρα μας ήρθαν αρκετοί μετανάστες που γεννούσαν με ταχύτερους ρυθμούς. Η ανόρθωση, όμως αυτή των τιμών του δείκτη δεν θα συνεχισθεί και το 2016 η τιμή του θα είναι χαμηλότερη (1,3 παιδιά/γυναίκα) απ’ ότι μια δεκαετία πριν.

Γιατί αργούν πλέον οι μητέρες να φέρουν στον κόσμο το πρώτο παιδί

Σύμφωνα με Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό που συντάθηκε πριν από έξι χρόνια, η μέση ηλικία στην τεκνογονία, τόσο στο σύνολο των γεννήσεων όσο και στη πρώτη γέννηση παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Η μέση ηλικία στο σύνολο των γεννήσεων χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές και σχετική σταθερότητα κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και ακολουθεί φθίνουσα πορεία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (μείωση κατά 2,6 έτη ανάμεσα στο 1960 και το 1981). Η πτώση αυτή της μέσης ηλικίας είναι προφανώς αποτέλεσμα της συνεχούς αύξησης της γονιμότητας στις μικρότερες ηλικίες (κάτω των 25 ετών) και της ταυτόχρονης πτώσης της γονιμότητας στις «ωριμότερες» αναπαραγωγικά ηλικίες.

Μετά, όμως, από μια σύντομη περίοδο (περίπου τέσσερα έτη) σχετικής σταθερότητας ο δείκτης θα αρχίσει να αυξάνεται αρχικά με αργούς ρυθμούς, ταχύτερα δε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα μέσα σε περίπου 30 χρόνια η μέση ηλικία να αυξηθεί κατά 5 έτη (από 26,3 το 1985 σε 31,5 έτη το 2017).

Ως βασικοί λόγοι της καθυστέρησης στην απόκτηση πρώτου παιδιού αναφέρονται στην Έκθεση της Βουλής η επιθυμία ολοκλήρωσης των σπουδών, απόκτησης υψηλών μορφωτικών προσόντων και επαγγελματικής αποκατάστασης πριν τη δημιουργία οικογένειας. Η εξασφάλιση κατάλληλης κατοικίας και η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για την ανατροφή των παιδιών αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα καθυστέρησης στη δημιουργία οικογένειας και μείωσης του τελικού αριθμού παιδιών (οι δομές της χώρας μας, που αφορούν στη στήριξη της βρεφικής και προσχολικής ηλικίας και την παιδική μέριμνα γενικότερα, είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό οι ανάγκες να καλύπτονται είτε ενδοοικογενειακά είτε προσφεύγοντας σε ιδιωτικές υπηρεσίες).

Οι αναπαραγωγικές συμπεριφορές στην Ελλάδα αλλάζουν. Οι γεννήσεις και η συγχρονική γονιμότητα συρρικνώνεται απρόσκοπτα και η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξάνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες (από 26,1 έτη το 1980 στα 31,5 έτη το 2017).

Δεν φταίνε μόνο τα… μνημόνια

Οι στάσεις και οι αντιλήψεις προοδευτικά μεταβάλλονται και τα νέα ζευγάρια (οι γυναίκες και οι άνδρες που γεννήθηκαν μετά το 1960) τείνουν να υιοθετήσουν διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών τους. Οι τάσεις αυτές οδηγούν και στη συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών, με αποτέλεσμα την ταχεία μείωση στην μεταπολεμική περίοδο των τρίτων, τετάρτων, πέμπτων και άνω γεννήσεων. Σύμφωνα με την Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό, «η ανάλυση της διαγενεακής γονιμότητας μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι οι γενεές των γεννηθέντων μετά το 1960 γυναικών, κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά και σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση εκδηλώθηκε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια τάση συνεχούς αύξησης της ηλικίας των γυναικών στην απόκτηση των παιδιών τους, τάση που έχει ξεκινήσει εδώ και μια τριακονταπενταετία. Η ήδη σχετικά υψηλή ηλικία στην τεκνογονία κατά την εκδήλωση της κρίσης ­ και η συνεχιζόμενη αύξησή της ­ θα επηρεάσουν πιθανότατα και την όποια αναπλήρωση των γεννήσεων από τις γενεές που «τέμνουν» τη δεκαετία του 2010 στις πλέον αναπαραγωγικές τους ηλικίες (τις γυναίκες, δηλαδή, που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’70). Αυτό θα έχει, προφανώς, επιπτώσεις και στην διαγενεακή τους γονιμότητα (στον τελικό, δηλαδή, αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο). Ταυτόχρονα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η οικονομική κρίση φυσικά δεν αποτελεί την κύρια αιτία του περιορισμένου αριθμού παιδιών που φέρνουν/θα φέρουν στον κόσμο οι νεότερες γενεές, απλώς ενισχύει τις προ δεκαετιών υφιστάμενες τάσεις».

Τι θα πρέπει να γίνει από ‘δω και πέρα

Προκειμένου να αναστραφεί όλη αυτή η κατάσταση θα πρέπει απαραιτήτως να εφαρμοστούν πολιτικές ενίσχυσης της γονιμότητας και στήριξης της οικογένειας. Οι πολιτικές αυτές σύμφωνα με τους μελετητές του φαινομένου, θα πρέπει να κινηθούν σε τρεις άξονες: α) στην κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών, β) στην εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και γ) στην υποστήριξη της μητρότητας και ενός θετικού περιβάλλοντος για την οικογενειακή ζωή. Επειδή όμως αυτά μπορεί να ακούγονται θεωρητικά, η τελευταία σχετική έρευνα του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις αναφέρει πως οι μελετητές κατέληξαν σε μια δέσμη προτάσεων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

  1. Την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
  2. την καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών. Θυμίζουμε ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προ ημερών ανακοίνωσε πως η κυβέρνηση προχωρά στην αύξηση του επιδόματος γέννησης από τα 2.000 ευρώ, στα 2.400 έως 3.500 ευρώ, ανάλογα με τα παιδιά που έχει η κάθε οικογένεια. Το μέτρο αφορά περίπου 75.000 νέες γεννήσεις ετησίως ενισχύοντας έτσι ισάριθμες οικογένειες σε όλη τη χώρα, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους.
  3. την ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
  4. τη διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
  5. την υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
  6. την εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
  7. τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής