Περισσότερο επίκαιρο από ποτέ είναι, μετά τις πρόσφατες κινήσεις διεθνών ενεργειακών εταιριών σε μη συμβατικές πηγές αερίου στις ΗΠΑ, το ερώτημα κατά πόσον ισχύει ο χαρακτηρισμός του φυσικού αερίου σε αργιλικά σχιστολιθικά πετρώματα από τον διευθύνοντα σύμβουλο της «BP Plc», Τόνι Χέιγουορντ ως «παράγοντα που αλλάζει το παιχνίδι» στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου.

Στα τέλη Μαΐου, η «Royal Dutch Shell» απέκτησε θέσεις στους βραχώδεις σχηματισμούς Μαρσέλους και Ιγκλ Φορντ των ΗΠΑ, καταβάλλοντας 4,7 δισ. δολάρια και την προηγούμενη εβδομάδα η ινδική “Reliance Industries” απέκτησε θέσεις στον τελευταίο αντί 1,35 δισ. δολαρίων, εξασφαλίζοντας συμμετοχή, δίπλα στην «Exxon Mobil Corp.», τη νορβηγική «Statoil» και τη γαλλική «Total», σε αμερικανικά αποθέματα μη συμβατικού αερίου που εκτιμάται ότι, με τους σημερινούς ρυθμούς χρήσης, θα κρατήσουν για 30 με 100 χρόνια.

Διεθνούς κύρους αναλυτές δεν φείδονται επαινετικών σχολίων για την εξέλιξη, που κατέστησε, πέρυσι, τις ΗΠΑ τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα φυσικού αερίου στον πλανήτη – και μελλοντικό εξαγωγέα, ενώ προετοιμαζόταν για εισαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου – υποσκελίζοντας τη Ρωσία. Πράγματι, ο πρόεδρος της εταιρίας ενεργειακών συμβούλων «IHS Cambridge Energy Research Associates», Ντάνιελ Γέργκιν δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την ανάπτυξη του φυσικού αερίου σε αργιλικά σχιστολιθικά πετρώματα «τη μέχρι στιγμής σημαντικότερη ενεργειακή καινοτομία στον αιώνα μας».

Πλέον, οι πάντες μοιάζει να συμφωνούν με την έκθεση της «IHS Cambridge Energy Research Associates» τον περασμένο Μάρτιο που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το φυσικό αέριο σε αργιλικά σχιστολιθικά πετρώματα “δίνει τις δυνατότητες μεταμόρφωσης του ενεργειακού τοπίου στη Βόρεια Αμερική”.

Η Ευρώπη δεν άργησε να ακολουθήσει – παραχωρήθηκαν άδειες εξερεύνησης στην Πολωνία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη νότια Γαλλία. Εταιρίες όπως η Exxon Mobil, η Total και η Shell ετοιμάζονται να επενδύσουν μεγάλα ποσά και έχουν ξεκινήσει εκστρατεία πειθούς των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τη στρατηγική σημασία αυτού του μη συμβατικού ενεργειακού πόρου.

Ο Φιλίπ Κοπινσί τονίζει ότι εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο το ερώτημα σχετικά με την οικονομική λογική αυτού του εγχειρήματος. Το συμβατικό φυσικό αέριο σαφώς επιβαρύνει λιγότερο το περιβάλλον και η εξόρυξη του είναι φθηνότερη, ενώ το σύνολο των εκτιμήσεων για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου, μακροπρόθεσμα, κάνει λόγο για κάλυψη της ζήτησης σε μεγάλο βαθμό από συμβατικό αέριο από τη Βόρεια Θάλασσα, τη Ρωσία και τη Βόρεια Αφρική – κι αν χρειαστεί από την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Αφρική – μέσω υπαρχόντων ή σχεδιαζόμενων αγωγών και τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου, λέει ο Γάλλος πανεπιστημιακός.

Και καταλήγει: «Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάπτυξη της εξόρυξης μη συμβατικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη εμπεριέχει μια περιβαλλοντική θυσία χάρη μιας βιομηχανικής φαντασίωσης των εταιριών πετρελαίου και μιας γεωστρατηγικής ψευδαίσθησης των πολιτικών».