Μορφή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και σκηνοθέτης ταινιών όπως η «Cria cuervos» (Θρέψε κοράκια) του 1975, ο Ισπανός κινηματογραφιστής Κάρλος Σάουρα πέθανε σήμερα σε ηλικία 91 ετών, ανακοίνωσε η ισπανική Ακαδημία Κινηματογράφου.
«Η Ακαδημία κινηματογράφου ανακοινώνει με βαθύτατη λύπη τον θάνατο του Κάρλος Σάουρα, ενός από τους θεμελιωτές κινηματογραφιστές στην ιστορία του ισπανικού κινηματογράφου, που πέθανε σήμερα στο σπίτι του σε ηλικία 91 ετών, έχοντας δίπλα του τους αγαπημένους του», ανακοίνωσε η ακαδημία στο Twitter.
«Η τελευταία του ταινία “Las paredes hablan” (Οι τοίχοι μιλούν), βγήκε στις αίθουσες την Παρασκευή, απόδειξη της ακούραστης δραστηριότητάς του και της αγάπης του για τη δουλειά του έως τις τελευταίες του στιγμές», δήλωσε επίσης.
Ο κινηματογραφιστής επρόκειτο να λάβει ένα τιμητικό Goya αύριο, Σάββατο, κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής των βραβείων του ισπανικού κινηματογράφου που διεξάγεται στη Σεβίλλη. Ασφαλώς ένας φόρος τιμής θα αποδοθεί εκεί στη «μνήμη ενός αναντικατάστατου δημιουργού», πρόσθεσε η Ακαδημία.
Από τον κοινωνικό ρεαλισμό στο φλαμένκο
«Κάρλος Σάουρα, μας άφησες. Κινηματογραφιστής, φωτογράφος, απόλυτος καλλιτέχνης, είχε λάβει όλα τα βραβεία που μπορεί κανείς να φανταστεί κατά τη διάρκεια της καριέρας του και κυρίως την αγάπη και την αναγνώριση όλων αυτών που εκτίμησαν τις ταινίες του», έγραψε στο Twitter o Ισπανός υπουργός Πολιτισμού Μικέλ Ιθέτα.
Σκηνοθέτης το 1975 της ταινίας «Θρέψε κοράκια» (“Cria cuervos”), αλληγορία της δικτατορίας που έπνιξε τη χώρα του, βραβείο της κριτικής επιτροπής των Καννών και υποψήφια καλύτερη ξένη ταινία στα γαλλικά César, ο Σάουρα αρχικά έθεσε το έργο του υπό το σύμβολο του κοινωνικού ρεαλισμού πριν στραφεί στα μουσικά φιλμ, κυρίως με θέμα το φλαμένκο.
Γεννημένος στις 4 Ιανουαρίου του 1932 στην Χουέσκα της βόρειας Ισπανίας από οικογένεια καλλιτεχνών, ο Σάουρα, ο οποίος γύρισε συνολικά σχεδόν 50 ταινίες, απέσπασε την πρώτη του διεθνή αναγνώριση το 1966 στο Βερολίνο (Ασημένια ‘Αρκτος για το «Κυνήγι»).
Με πλούσιο έργο, ο Σάουρα ήταν ένας κινηματογραφιστής του παιχνιδιού και της φαντασίας, με εκλεπτυσμένη αισθητική και ύφος ταυτόχρονα λυρικό και παραστατικό, εστιάζοντας στην τύχη των πλέον αδυνάτων. Συχνά σκιαγραφούσε χαρακτήρες, που προέρχονταν από την αστική τάξη, βασανισμένους από το παρελθόν τους, να επιπλέουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Ωστόσο μετά τον θάνατο του Φράνκο (1975) και τη μετάβαση στη δημοκρατία που ακολούθησε, αυτός ο παθιασμένος με τη μουσική και τον χορό πέρασε σταδιακά σε κάτι άλλο: σε ύμνους αγάπης στο τάνγκο και το φάντο, στο αργεντίνικο φολκλόρ και τη χότα (jota), τον χορό της γενέτειράς του της Αραγονίας, στην όπερα και κυρίως στο αγαπημένο του φλαμένκο, με αποτέλεσμα να γίνει, άθελά του, ένας πρεσβευτής του ισπανικού πολιτισμού.
Παντρεύτηκε αρκετές φορές και έγινε αρκετές φορές πατέρας. Ήταν ζευγάρι κυρίως με την Τζεραλντίν Τσάμπλιν, τη μούσα του, με την οποία απέκτησε ένα παιδί.