Αναστάτωση επικρατεί στη Κολομβία, καθώς συνολικά 11 αστυνομικοί -εκ των οποίων ο ένας είναι συνταγματάρχης-, κατηγορούνται ότι δολοφόνησαν τρεις νεαρούς και στη συνέχεια προσπάθησαν να παρουσιάσουν ως «εμπόρους ναρκωτικών» για να καλύψουν το έγκλημα τους.
Σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, οι 11 αστυνομικοί κατηγορούνται ότι στις 25 Ιουλίου, σε μια πόλη της επαρχίας Σούκρε, σκότωσαν τρεις νέους ηλικίας 18, 22 και 26 ετών. Τους είχαν σταματήσει για τροχονομικό έλεγχο και λίγες ώρες αργότερα τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Τα σώματά τους έφεραν τραύματα από σφαίρες και σημάδια βασανισμού, σύμφωνα με τις οικογένειές τους και τον δικηγόρο τους.
Φωτογραφίες από τη σύλληψή τους, που αναρτήθηκαν τότε στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, έδειχναν τους τρεις νέους ζωντανούς, σε έναν δρόμο, περιστοιχισμένους από αστυνομικούς. Ο ένας ήταν όρθιος, ο δεύτερος γονατισμένος και ο τρίτος ξαπλωμένος.
Σύμφωνα με τον νέο διοικητή της αστυνομίας, τον στρατηγό Χένρι Σαναμπρία, οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί «καταπάτησαν όλες τις συνταγματικές και νομικές παραμέτρους, αμαυρώνοντας τον θεσμό» της αστυνομίας.
Δέκα έχουν συλληφθεί ενώ ο ενδέκατος, ο συνταγματάρχης Μπενχαμίν Νούνιες, ο αστυνομικός διοικητής όλης της επαρχίας Σούκρε, διαφεύγει. Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, ο Νούνιες πυροβόλησε ο ίδιος τα θύματα. Κολομβιανά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι έχει καταφύγει στο Μεξικό και ζητήθηκε η βοήθεια της Ιντερπόλ για τη σύλληψή του.
Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί υποστήριζαν ότι τα θύματα σκότωσαν έναν συνάδελφό τους σε ένα γειτονικό χωριό και ότι ήταν μέλη του Κλαν δελ Γκόλφο, της μεγαλύτερης εγκληματικής οργάνωσης της Κολομβίας που διεξάγει ανοιχτό πόλεμο εναντίον των δυνάμεων ασφαλείας.
Ο θάνατος των τριών νέων ξύπνησε μνήμες από το σκάνδαλο των αρχών του 2000: την εποχή εκείνη, περισσότεροι από 6.000 πολίτες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από τον στρατό, ο οποίος στη συνέχεια τους εμφάνισε ως «αντάρτες που σκοτώθηκαν σε μάχες».