Μόνο το 5% του προσωπικού των νοσοκομείων της Γερμανίας δεν είχε ακόμη εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού έως τα τέλη Ιουλίου, σύμφωνα με μια διαδικτυακή έρευνα του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ (RKI).
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (91%) δήλωσε ότι ήταν ήδη πλήρως εμβολιασμένοι. Ένα άλλο 4% εξακολουθούσε να μην έχει εμβολιαστεί πλήρως από τα τέλη Ιουνίου έως τα τέλη Ιουλίου, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του RKI.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ ΜΠΕ, στις ερωτήσεις του Ινστιτούτου απάντησαν σχεδόν 17.000 εργαζόμενοι από 111 κλινικές, σε εθελοντική βάση. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν γιατροί, νοσηλευτές, αλλά και άτομα από άλλους τομείς όπως τα εργαστήρια και τη διοίκηση των νοσοκομείων.
Στην έρευνα, το υψηλότερο ποσοστό μη εμβολιασμένων καταγράφηκε στο νοσηλευτικό προσωπικό με 6%, το οποίο προηγείται από τα θεραπευτικά επαγγέλματα και το ιατρικό-τεχνικό προσωπικό όπου το ποσοστό των ενεμβολίαστων ανέρχεται στο 5%.
Το μικρότερο ποσοστό ανεμβολίαστων ήταν εκείνο των απασχολουμένων στις ιατρικές υπηρεσίες (2%).
Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, πάντα, η πλειοψηφία των 774 μη εμβολιασμένων συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν θα εμβολιαστούν σε καμία περίπτωση (56 %), ενώ σχεδόν το ένα τέταρτο δήλωσε ότι είναι μάλλον αρνητικό στον εμβολιασμό.
«Οι κύριοι λόγοι κατά του εμβολιασμού είναι ο φόβος της πρόκλησης μόνιμης βλάβης, η ανησυχία ότι οι νέες τεχνολογίες εμβολιασμού μπορεί να μην είναι ασφαλείς, η επιθυμία ορισμένων ερωτηθέντων “να περιμένουν για να δούν” και ο φόβος σοβαρών παρενεργειών», γράφουν οι συντάκτες της έρευνας.
Εξάλλου, περίπου το ένα πέμπτο εκείνων που δεν εμβολιάστηκαν δήλωσε ότι έχει ήδη μολυνθεί από τον κορονοϊό.
Ως κύριο κίνητρο για τον εμβολιασμό κατά του κορονοϊού αναφέρθηκε από τους εμβολιασμένους η προστασία των ιδιωτικών και επαγγελματικών επαφών τους και του εαυτού τους, αλλά και η απάιτηση του εργοδότη τους να έμβολιαστούν έπαιξε ρόλο, επισημαίνει η εν λόγω έρευνα.