Μια γυναίκα από τη Βρετανία, η οποία καταδικάστηκε επειδή σκότωσε με μαχαίρι τον γείτονά της αφότου έμαθε ότι ήταν παιδόφιλος, αποκάλυψε ότι ο γιος της ήταν ένα από τα θύματά του.
Η 38χρονη Σάρα Σαντς, η οποία μεγάλωνε μόνη της τα πέντε παιδιά της, σκότωσε τον 77χρονο Μάικλ Πλίστεντ στο διαμέρισμά του στο ανατολικό Λονδίνο εβδομάδες αφότου έμαθε ότι ο άντρας είχε κακοποιήσει νεαρά αγόρια.
Το 2015 κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία και καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια στη φυλακή, η ποινή της όμως ανέβηκε στα 7,5 χρόνια με απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Στη διάρκεια της δίκης της αποκαλύφθηκε ότι ο Πλίστεντ είχε 24 καταδίκες για σεξουαλικά αδικήματα σε βάθος τριών δεκαετιών.
«Έκανα αυτό που κάθε μητέρα θα έκανε εξαιτίας αυτού που έκανε στον γιο μου Μπράντλεϊ, το μικρό μου αγόρι», δήλωσε η Σαντς στη βρετανική Sun. Η γυναίκα πέρασε τέσσερα χρόνια σχεδόν στη φυλακή προτού αφεθεί ελεύθερη.
«Ποτέ δεν ονειρεύτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι ικανή, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι δεν μπορεί να πειράξει κανέναν άλλον. Δεν είμαι κακός άνθρωπος, αλλά ξέρω ότι έκανα κάτι κακό. Ποτέ δεν το αρνήθηκα και έχω τιμωρηθεί».
«Δεν θα σκοτώσω ποτέ ξανά. Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως δολοφόνο, αλλά δεν μετανιώνω αυτό που έκανα. Ήμουν μια μαμά απελπισμένη να προστατεύσω τα παιδιά μου», συνέχισε.
Πώς έφτασε στη φονική επίθεση
«Θυμάμαι να παίρνω ένα μαχαίρι και πήγα στο σπίτι του Μικ. Ήθελα να τον πείσω να δηλώσει ένοχος ώστε ο Μπράντλεϊ να μη χρειαστεί να καταθέσει», είπε. «Ο Μικ άνοιξε την πόρτα και χαμογελούσε. Ήταν αλαζονικός και απότομος».
«Δεν με άκουγε. Ήταν ψυχρός. Ένας διαφορετικός άνθρωπος σε σχέση με εκείνον που ήταν ο φιλικός γείτονάς μου», σημειώνει η Σαντς.
«Τον άγγιξα με το μαχαίρι και με άρπαξε. Έχασα τον έλεγο. Δεν μπορούσα να αφήσω κανέναν άλλον να πληγωθεί – κάποιος έπρεπε να προστατεύσει τους ανθρώπους», σημείωσε, προσθέτοντας ότι οι προειδοποιήσεις της για τον γείτονα στην αστυνομία και σε άλλες αρχές ήταν μάταιες.
Κανείς δεν γνώριζε για το εγκληματικό παρελθόν του Πλίστεντ επειδή είχε αλλάξει το όνομά του και τα εγκλήματά του προηγούνταν του μητρώου με τους σεξουαλικούς παραβάτες, σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας.
«Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσα; Είχε πει ψέματα, είχε αλλάξει το όνομά του ώστε να επιτεθεί σε παιδιά».
Τον Νοέμβριο του 2014, ο Μπράντλεϊ αποκάλυψε ότι είχε κακοποιηθεί. «Τον βρήκα να τραβάει τα μαλλιά του, να κουνιέται και να κλαίει. Έλεγε συνέχεια: Έπρεπε να σου το είχα πει νωρίτερα – αυτό θα μπορούσε να τον σταματήσει να φτάσει σε αυτά τα νεότερα αγόρια», σύμφωνα με τη Σαντς. «Είχε δεχτεί επίθεση στο μαγαζί και στο σπίτι του. Αισθάνθηκα άρρωστη και συντετριμμένη».
Ο Μπράντλεϊ, 19 ετών σήμερα, δήλωσε πως «ντρεπόταν πολύ για να πει οτιδήποτε στην αρχή». «Δεν ήθελα να μπλέξω αλλά είχα εφιάλτες ότι ο Μικ θα με κυνηγούσε».
«Τους παρακάλεσα να συλλάβουν και πάλι τον Μικ. Ήταν πίσω σαν να μην είχε συμβεί τίποτα», ανέφερε η Σαντς, η οποία αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
«Ήπια δύο μπουκάλια κρασί, γύρισα στο παλιό μου διαμέρισμα και γονάτισα στο πάτωμα, κρατώντας μια φωτογραφία των παιδιών, ουρλιάζοντας». Σύμφωνα με την ίδια, «η ενοχή που αισθανόμουν επειδή δεν τον προστάτευσα με συνεπήρε. Τότε πήρα το μαχαίρι και πήγα στου Μικ».
Η Σαντς μαχαίρωσε τον Πλίστεντ οκτώ φορές με ένα κουζινομάζαιρο και είπε στην αστυνομία: «Ποιος στεγάζει έναν γα@@@@νο παιδόφιλο;».
Τον Αύγουστο του 2018, η Σαντς ενώθηκε και πάλι με την οικογένειά της και τώρα γράφει ένα βιβλία με τον τίτλο «Απώλεια του ελέγχου».