Περίπου 200 επίδοξοι μετανάστες, που θεωρούνται νεκροί ύστερα από το ναυάγιο τον περασμένο χρόνο του πλοιαρίου που τους μετέφερε, θα μπορούσαν να έχουν σωθεί αν οι αρχές της Ιταλίας και της Μάλτα που συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσής τους δεν είχαν επιδείξει αναποφασιστικότητα και ολιγωρία, αναφέρει σε έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα η Διεθνής Αμνηστία.
Στις 11 Οκτωβρίου του 2013 ναυάγησε στα χωρικά ύδατα της Μάλτας ένα πλοιάριο με τουλάχιστον 400 επιβαίνοντες, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων. Οι αρχές της Μάλτας διέσωσαν 147 ανθρώπους, οι ιταλικές 39, ενώ αγνοείται η τύχη των υπόλοιπων επιβατών.
«Είναι λογικό να διερωτώμεθα αν η Ιταλία και η Μάλτα αντέδρασαν εγκαίρως και με όλους τους διαθέσιμους πόρους για να σώσουν τους πρόσφυγες και τους επίδοξους μετανάστες και αν η καθυστέρηση στην επιχείρηση διάσωσής τους συνέβαλε στο ναυάγιο», σημείωσε η οργάνωση.
Η Διεθνής Αμνηστία τονίζει ότι «τόσο η Ιταλία όσο και η Μάλτα υποστηρίζουν ότι ενήργησαν με βάση τις υποχρεώσεις τους», αλλά η έκθεση, που τιτλοφορείται «Lives Adrift: Refugees and Migrants in Peril in the Central Mediterranean» («Ακυβέρνητες Ζωές: Πρόσφυγες και Μετανάστες σε Κίνδυνο στην Κεντρική Μεσόγειο»), επισημαίνει μία σειρά από παραλείψεις.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι μετανάστες, των οποίων το πλοιάριο άρχισε να βάζει νερά αφού δέχτηκε πυρά από πλοίο της Λιβύης, διασώθηκαν τουλάχιστον 5 με 6 ώρες αφότου εξέπεμψαν σήμα κινδύνου. Πρώτα έκαναν έκκληση στην Ιταλία, αλλά ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να ειδοποιήσουν την Μάλτα, λόγω της θέσης όπου βρίσκονταν.
Από τη στιγμή που ειδοποιήθηκαν, οι αρχές της Μάλτας κατηγορούνται από την ΜΚΟ ότι άργησαν να ξεκινήσουν την επιχείρηση και ότι δεν κάλεσαν τα παραπλέοντα εμπορικά πλοία, ενώ ένα πλοίο του Ιταλικού Ναυτικού φέρεται ότι επέλεξε να κινηθεί προς το βυθιζόμενο πλοιάριο όχι με τη μέγιστη ταχύτητα πλεύσης, για να αφήσει έτσι την πρώτη φάση της διάσωσης στα χέρια των αρχών της Μάλτας.
«Ο θάνατος περίπου 200 ανθρώπων, κυρίως προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει εμπόλεμες περιοχές, σε μία θαλάσσια περιοχή όπου υπήρχαν δυνατότητες διάσωσης και είχε επανειλημμένως ζητηθεί (διάσωση), καθιστά απαραίτητο κάποιος να λογοδοτήσει», σύμφωνα με την Αμνηστία.
και στη Μάλτα, «για να αναζητηθούν οι πιθανές αποτυχίες να αναλάβουν δράση όλοι οι εμπλεκόμενοι». Ζητεί ακόμη να ασκηθούν ποινικές διώξεις και να υπάρξει καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων και στους επιζήσαντες.
Το ναυάγιο σημειώθηκε λίγο καιρό μετά τη βύθιση ενός πλοιαρίου κοντά στην ιταλική νήσο Λαμπεντούζα, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 366 ανθρώπων. Έπειτα από τα δύο αυτά ναυτικά δυστυχήματα, η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή την αποστολή διάσωσης Mare Nostrum για να αποφευχθούν νέες ναυτικές τραγωδίες.
Η Αμνηστία επικροτεί την πρωτοβουλία, επισημαίνοντας ότι η Mare Nostrum έχει υιοθετήσει μία πολιτική διάσωσης των επιβατών όλων των πλοιαρίων που μεταφέρουν επίδοξους μετανάστες κι εντοπίζονται στα νερά της Μεσογείου ανεξάρτητα αν βρίσκονται σε ιταλικά, μαλτέζικα ή λιβυκά χωρικά ύδατα έρευνας και διάσωσης.
Η οργάνωση εκφράζει ανησυχίες για τα σχέδια περιορισμού της ιταλικής αποστολής από τη στιγμή που θα ξεκινήσουν οι παράλληλες περιπολίες της υπηρεσίας επιτήρησης των ευρωπαϊκών συνόρων Frontex, την 1η Νοεμβρίου.
Από τότε που τέθηκε σε εφαρμογή η Mare Nostrum, έχει σημειωθεί ρεκόρ εισροής μεταναστών στην Ιταλία. Περισσότεροι από 135.000 επίδοξοι μετανάστες έφθασαν στις ακτές της από την 1η Ιανουαρίου, σε σύγκριση με τους 43.000 που ήταν ο αριθμός ολόκληρη την περασμένη χρονιά, και πολλοί από αυτούς προωθήθηκαν στη βόρεια Ευρώπη προκαλώντας ένταση στις σχέσεις μεταξύ χωρών-μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με την Αμνηστία, το ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους επίδοξους μετανάστες με προορισμό την Ευρώπη μέσω της θαλάσσιας οδού, μειώθηκε στο 1,9% από άνω του 3%, χάρις στις ιταλικές περιπολίες.
Ωστόσο, ο απόλυτος αριθμός των θανάτων μεταναστών έχει αυξηθεί ραγδαία, καθώς όλο και περισσότεροι επιχειρούν τον επικίνδυνο διάπλου της Μεσογείου.
Η ΜΚΟ, επικαλούμενη την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), ανακοίνωσε ότι 2.500 άνθρωποι έχασαν φέτος τη ζωή τους, με βάση μία καταμέτρηση της 15ης Σεπτεμβρίου, σε σχέση με περισσότερους από 600 το 2013, 500 το 2012 και 1.500 το 2011.