Κατά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το 1861, ο Άντριου Τζόνσον, γερουσιαστής από το Tενεσί, ήταν ο μόνος γερουσιαστής των ΗΠΑ από ένα αποσχισμένο κράτος που παρέμεινε πιστός στην Ένωση. Το 1862, ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν τον διόρισε στρατιωτικό κυβερνήτη του Τενεσί, και το 1864 εξελέγη αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Λίνκολν τον Απρίλιο του 1865.
Πρόκειται για τον πρώτο πρόεδρο των ΗΠΑ, που ήρθε αντιμέτωπος με τη διαδικασία καθαίρεσης από το αξίωμά του, τρία χρόνια μετά την ορκωμοσία του.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Τζόνσον παραβίασε τον νόμο περί θητείας του γραφείου απομακρύνοντας τον γραμματέα του Πολέμου Έντουιν Στάντον από το αξίωμά του το 1867. Ο νόμος σήμαινε ότι ο πρόεδρος δεν μπορούσε να απολύσει σημαντικούς αξιωματούχους χωρίς πρώτα να πάρει την άδεια της Γερουσίας. Αρχικά, είχε αναστείλει τον Στάντον από τα καθήκοντά του και εν συνεχεία τον αντικατέστησε, αλλά όταν το Κογκρέσο παρενέβη και επανέφερε τον Στάντον, ο Τζόνσον, τελικά, τον απέλυσε στις 21 Φεβρουαρίου 1868.
Τρεις μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου 1868, η Βουλή των Αντιπροσώπων κατήγγειλε τον Τζόνσον με ψηφοφορία 126-47. Το Σώμα ισχυρίστηκε ότι ο Τζόνσον παραβίασε το νόμο και ντρόπιασε το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Έτσι, από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1868, πάνω από 11 εβδομάδες, η Γερουσία δίκαζε την υπόθεση Τζόνσον και τελικά ψήφισε για την απαλλαγή του από τις κατηγορίες. Η δίκη έληξε στις 26 Μαΐου με τους αντιπάλους του Τζόνσον να μην καταφέρνουν να πετύχουν την πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτείται για να τον καταδικάσουν.