Το υπουργείο Άμυνας της Αυστρίας εξετάζει την πρόθεση της Ινδονησίας να αγοράσει από τη Βιέννη δεκαπέντε μαχητικά της αεροσκάφη Eurofighter, όπως γνωστοποιήθηκε σε σχετική επιστολή το περασμένο Σαββατοκύριακο, το οποίο ελέγχει την γνησιότητα της επιστολής, όπως επίσης την αποσαφήνιση των νομικών προϋποθέσεων για το πώς θα ήταν δυνατή μια τέτοια πώληση.
Όπως αναφέρουν ειδικοί στη Βιέννη, σύμφωνα με την σύμβασή της με την εταιρεία, η Αυστρία προφανώς δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε απευθείας πώληση, χωρίς την έγκριση της κατασκευάστριας εταιρείας των αεροσκαφών, την Airbus-EADS.
Ταυτόχρονα επισημαίνουν ως πιθανόν η ίδια η εταιρεία να μπορεί να ενδιαφέρεται για μια τέτοια συμφωνία, καθώς θα έδινε στην Airbus πρόσβαση στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ η δική της έγκριση που απαιτείται από την αρχική σύμβαση πώλησης θα μπορούσε να συνδέεται με την προϋπόθεση ότι η Αυστρία θα πρέπει να τερματίσει τις συνεχιζόμενες νομικές διαφορές με την εταιρεία.
Οι ειδικοί αναφέρουν, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση αγοράς, το υπουργείο Άμυνας της Αυστρίας «δεν μπορεί να καταστήσει τεχνικά και άλλα έγγραφα προσβάσιμα σε τρίτα μέρη χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της εταιρείας και δεν μπορεί να παραχωρήσει ή να παραχωρήσει πρόσβαση στο οπλικό σύστημα του Eurofighter».
Με τον τρόπο αυτό, η Αυστρία θα μπορούσε να (επανα) πωλήσει τα αεροσκάφη μόνο στην Airbus και η εταιρεία θα μπορούσε τότε να κάνει τις τεχνικές αναβαθμίσεις που θα χρειάζονταν και (ως η μόνη που μπορεί να το κάνει) να δώσει τις σχετικές πληροφορίες στην Ινδονησία.
Η προμήθεια των μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter από την Αυστρία προκαλεί ήδη εδώ και χρόνια έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις στη χώρα, και μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό, είχε ζητήσει από την αυστριακή κυβέρνηση συνασπισμού του Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς και των Πρασίνων, την άμεση αποχώρηση της Αυστρίας από την σύμβαση αγοράς τους, έπειτα από την παραδοχή της κατασκευάστριας εταιρείας για δωροδοκίες.
Καλώντας τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς και την προερχόμενη επίσης από το Λαϊκό Κόμμα, υπουργό Άμυνας Κλαούντια Τάνερ, να ενεργήσουν άμεσα σε αυτή την κατεύθυνση, οι Σοσιαλδημοκράτες επισήμαιναν πως με την παραδοχή ενοχής από την Airbus, θα ήταν πλέον εφικτή η καταγγελία της σύμβασης και η αποχώρηση της Αυστρίας από αυτή.
Η σχετική ρήτρα στη σύμβαση παραπέμπει στους κανόνες συμπεριφοράς που προβλέπουν τόσο την καταγγελία της, όσο και την απαίτηση καταβολής αποζημίωσης στην περίπτωση δωροδοκίας στο πλαίσιο της αγοράς.
Η κατασκευάστρια εταιρεία Airbus είχε προχωρήσει τέλη Ιανουαρίου σε συμφωνίες με την γαλλική, την βρετανική και την αμερικανική Δικαιοσύνη για την καταβολή προστίμων ύψους σχεδόν 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς στο πλαίσιο των σχετικών ερευνών παραδέχθηκε ότι είχε προβεί σε δωροδοκίες κατά τις συναλλαγές για τις πωλήσεις των αεροσκαφών της.
Στα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την αμερικανική Δικαιοσύνη, η Airbus παραδέχεται και τις πληρωμές 55,1 εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες κατά την πώληση των αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία το 2003.
Η Δικαιοσύνη των ΗΠΑ είχε ενδιαφερθεί για την υπόθεση της πώλησης στην Αυστρία, καθώς αυτή έπρεπε να έχει δηλωθεί στη βάση των κανονισμών για εξαγωγή εξοπλιστικού υλικού.
Η νυν Αυστριακή υπουργός Άμυνας έχει θέσει θέμα αποζημιώσεων από την Airbus, χωρίς να κατονομάσει το ύψος τους, ενώ ήδη το 2017, ο τότε Αυστριακός υπουργός Άμυνας, ο προερχόμενος από τους Σοσιαλδημοκράτες Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ, είχε καταθέσει μήνυση για απάτη εναντίον της Airbus, απαιτώντας αποζημίωση ύψους 183,4 εκατομμυρίων ευρώ.
Τον Σεπτέμβριο 2017 και σε επίσημη τοποθέτησή της απέναντι στην Εισαγγελία Βιέννης η εταιρεία είχε απορρίψει τις κατηγορίες για απάτη που της είχε προσάψει η Αυστριακή Δημοκρατία σε σχετική μήνυση που είχε υποβάλει εναντίον της εταιρείας τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο υπουργός Αμυνας Ντόσκοτσιλ.
Η παραγγελία, αρχικά 24 Eurofighter, είχε γίνει το 2002 από την τότε κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ και ένα χρόνο αργότερα η παραγγελία μειώθηκε σε 18 αεροσκάφη, με την αξία τους να φθάνει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2012 ο νέος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος που είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2007, είχε ζητήσει αναθεώρηση της παραγγελίας υπό το φως των κατηγοριών για δωροδοκίες επί δεξιάς-ακροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ επιτροπή της αυστριακής Βουλής ανέλαβε τότε τη διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς να καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Τον Φεβρουάριο του 2017, παράλληλα με την έναρξη του έργου νέας εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ κατηγόρησε τον ευρωπαϊκό αμυντικό κολοσσό Airbus, κατασκευαστή των Eurofighter, για εσκεμμένη παραπλάνηση και απάτη σε σχέση με την αρχική παραγγελία, καταθέτοντας μήνυση εναντίον του στην Εισαγγελία της Βιέννης.
Η παραπλάνηση και απάτη φέρεται να προξένησε ζημία ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ στο αυστριακό κράτος, επειδή τα αεροσκάφη είναι πολύ δαπανηρά στη διάρκεια των επιχειρήσεων, κοστίζοντας στη χώρα ετησίως για την λειτουργία τους πάνω από 80 εκατομμύρια ευρώ.
Εκτός αυτού, και σύμφωνα με την τότε έρευνα από το αυστριακό υπουργείο Άμυνας, η Airbus και ο συνεργαζόμενος όμιλος εταιρειών είχαν χρεώσει άλλο ένα 10% επί της τιμής της αγοράς για τις λεγόμενες “αντισταθμιστικές συμφωνίες”, που περιλαμβάνουν αναθέσεις έργων που γίνονται σε τοπικές επιχειρήσεις και είναι μέρος της αρχικής συμφωνίας, αλλά το κόστος πρέπει να αναφέρεται ξεχωριστά, κάτι που δεν συνέβη με την τότε παραγγελία.
(φωτογραφία αρχείου)