Στις 24 Μαρτίου, το κέντρο πρόληψης και ελέγχου του κορονοϊού της επαρχίας Χουμπέι της Κίνας ανακοίνωσε πως από τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου οι πολίτες θα μπορούν να βγαίνουν από την πόλη Ουχάν- το επίκεντρο της πανδημίας- και τη Χουμπέι. Οι μεταφορές με τον «έξω κόσμο» θα αποκατασταθούν και οι άνθρωποι με πράσινο «κωδικό υγείας» θα μπορούν να βγουν ελεύθερα.
Η Guo Jing αφηγείται στην εφημερίδα Guardian πως με το νέο αυτό δεν χάρηκε και τόσο. Πρώτον, η περιοχή όπου μένει παραμένει σε lockdown. Δεύτερον, η κατάσταση με την επιδημία βελτιώθηκε αλλά οι συνέπειές της παραμένουν εμφανείς και συνεχίζονται.
«Πώς θυμόμαστε τους ανθρώπους που χάθηκαν; Πώς θα βοηθήσουμε αυτούς που επλήγησαν; πώς θα βελτιώσουμε την κατάσταση για τους πολίτες της Χουμπέι που είναι θύματα διακρίσεων; Πολλές επιχειρήσεις έχουν χρεοκοπήσει και άνθρωποι έχουν χάσει τις ζωές τους- πώς θα διασφαλίσουμε τις ζωές τους; Αυτά τα ερωτήματα απαιτούν η κυβέρνηση και η κοινωνία να αντιμετωπίσουν την αλήθεια και να αναλάβουν την ευθύνη. Αλλά έως τώρα, δεν έχουμε δει καμία πολιτική αποκατάστασης.
Το απόγευμα της 30ης Μαρτίου ένας εθελοντής στο συγκρότημα όπου μένω είπε πως μίλησε στον φρουρό ασφαλείας και πως οι κάτοικοι με πράσινο κωδικό υγείας μπορούν να βγουν να αγοράσουν τρόφιμα. Χάρηκα τόσο πολύ που ξέσπασα σε κλάματα. Καταχώρησα τα στοιχεία μου για κωδικό υγεία στο Alipay κι ετοιμάστηκα την επόμενη ημέρα να βγω έξω. Η τελευταία φορά που είχα κλείσει την πόρτα του σπιτιού μου πίσω μου ήταν στις 26 Φεβρουαρίου, είχαν περάσει 43 ημέρες.
Στις 31 Μαρτίου στις 11:35 βγήκα από το σπίτι (σε κάθε νοικοκυριό ένας άνθρωπος μπορεί να βγει για δύο ώρες). Βγαίνοντας έξω δεν είχα κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, ήθελα μόνο να ξαναδώ την πόλη μου με τα ίδια μου τα μάτια.
Πολλά μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει, αλλά υπήρχαν πιο πολλά από πριν: σούπερ μάρκετ, μικρά noodle shops, μαγαζιά με ηλεκτρονικά, εμπορικά κέντρα κ. ά.
Επειδή μπορούσα να μείνω έξω μόνο για δύο ώρες, πέρασα από ένα κατάστημα με σνακ της Ουχάν και αγόρασα κεφτεδάκια.
Στο πλαίσιο του lockdown, πολλά μέρη παρέμεναν αποκλεισμένα, όπως καταστήματα και στενάκια, ή είσοδοι προς τις όχθες του ποταμού. Κάποια από τα καταστήματα αυτά είναι και σπίτια για τους ιδιοκτήτες- και είναι πολύ μικρά. Οι άνθρωποι έμειναν εκεί για 40 ή και 60 ημέρες κλεισμένοι.
Κάποιος με είχε ρωτήσει: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις μετά το lockdown; Είχα πει: θα περπατήσω κατά μήκος του ποταμού και θα φωνάξω. Κι έτσι κατευθύνθηκα στον ποταμό.
Έφτασα με το ποδήλατο ως την είσοδο του ποταμού κι άρχισα να περπατώ στην όχθη. Υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι. Γονείς με τα παιδιά τους, ζευγάρια, ψαράδες. Βρήκα μία θέση, έβγαλα τη μάσκα μου και με μια ανάσα έφαγα πέντε κεφτεδάκια.
Μετά το φαγητό περπάτησα. Δίστασα λίγο αλλά στράφηκα προς τον ποταμό και άρχισα να φωνάζω “ααααααα!” Δύο άλλες φωνές ενώθηκαν με τη δική μου. Είχαμε όλοι μείνει εγκλωβισμένοι για πολύ καιρό. Ασφυκτιούσαμε. Φώναξα λίγο ακόμα και ένιωσα γεμάτη ενέργεια.
Οι δύο ώρες πέρασαν γρήγορα. Στη μία άρχισα να παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Αγόρασα ένα γιαούρτι και 1:32 ήμουν πίσω στο σπίτι.
Το να μπορούμε να βγούμε από το κτιριακό συγκρότημα όπου μένουμε είναι ένα μικρό βήμα. Αλλά το να επανέλθει η πόλη στη ζωή έχει ακόμα πολύ δρόμο. Η παγκοσμιοποίηση μίκρυνε τις αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τους συνέδεσε, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε στην έκρηξη αυτής της πανδημίας σε όλο τον κόσμο.
Πολλά από τα νέα κρούσματα στην Κίνα είναι πλέον εισαγόμενα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νέο ξέσπασμα. Για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία, ο κόσμος πρέπει να πάρει προστατευτικά μέτρα και η κυβέρνηση πρέπει να θεραπεύσει αυτούς που έχουν μολυνθεί. Το μόνο που θέλω είναι να μην περάσω και νέο lockdown».
*Η 29χρονη Guo Jing είναι ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών στην Ουχάν και συγγραφέας του Wuhan Lockdown Diary.