Αν πιστέψουμε τις κραυγές διάφορων τρομολάγνων, είτε εκτός είτε εντός Ελλάδας, τότε τα πράγματα είναι απλά και δε χρειάζεται ιδιαίτερο άγχος: Θα πεθάνουμε όλοι. Επειδή, όμως, μάλλον θα υπάρχει ζωή όταν σταματήσει η επέλαση του κορονοϊού, έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο θα μας έχει αλλάξει όλο αυτό.
Το πώς θα μας αλλάξει, βέβαια, είναι ένα θέμα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή η πανδημία θα μας κάνει, για παράδειγμα, πιο προσεκτικούς στον τρόπο ζωής, θα περιορίσει τις εξόδους μας, ενδεχομένως -και κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ευλογία για την Ελλάδα- να μας βάλει και στη λογική της ατομικής ευθύνης.
Καλά ακούγονται όλα αυτά και είναι, αλλά ίσως είναι και λίγο «περιοριστικά», υπό την έννοια πως ο Covid-19 μπορεί τελικά να αλλάξει την ψυχολογία ολόκληρων λαών, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα, μπορεί ακόμη-ακόμη και να δημιουργήσει μεγάλο θέμα με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνοχή της. Μια ματιά στην Ιταλία, άλλωστε, βοηθάει για να κάνεις τέτοιες σκέψεις.
Εδώ, βέβαια, με την κατάσταση να είναι ελεγχόμενη προς το παρόν, κάτι τέτοιο ακούγεται υπερβολικό ή εντελώς ανεδαφικό. Εκεί όμως, δίπλα μας, δεν αλλάζει μόνο ο πληθυσμός της Ιταλίας καθημερινά, αλλά και αυτά που προαναφέραμε: Η ψυχολογία τους, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα, το πώς σκέφτονται.
Πριν λίγα 24ωρα μια 9μελής αποστολή από την Κίνα με ομάδα κορυφαίων γιατρών και 31 τόνους ιατρικών προμηθειών έφτασε στην Ιταλία για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του ιού. Η κίνηση της Κίνας παρουσιάστηκε από όλους -και είναι φυσικά- κάτι πολύ θετικό και θεωρήθηκε απόδειξη της φιλίας των δύο χωρών.
Η ιταλική κυβέρνηση ήταν αυτή που είχε βοηθήσει το 1983 την κινεζική προκειμένου να κατασκευάσει το Ιατρικό Κέντρο Άμεσης Ανάγκης στο Πεκίνο, το οποίο άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτιο του 1988, ενώ το 2008, όταν η Σιτσουάν δέχθηκε μεγάλο χτύπημα από καταστροφικό σεισμό που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους, η Ιταλία είχε στείλει αμέσως 14 γιατρούς.
Το γεγονός, επομένως, ότι πέντε από τα εννιά μέλη της κινεζικής αποστολής είναι από τη Σιτσουάν, μάλλον δεν είναι τυχαίο. Όπως δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι στα social media -τα οποία είναι και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων αυτές τις ημέρες- οι Ιταλοί αποδομούν την κίνηση της Κίνας, λοιδορούν τα περί φιλίας, δεν είναι και τόσο αυθόρμητοι στο να πουν «grazie».
Τα επιχειρήματα τους είναι ότι το κράτος τους θα πληρώσει για αυτό τον ιατρικό εξοπλισμό, ότι η Κίνα είχε στείλει ή προσφέρει βοήθεια και σε Ιράν, Ιράκ και Βρετανία πριν την Ιταλία, ότι όλη αυτή η κίνηση και η «διαφήμιση» της φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς και κράτη είναι μια προπαγάνδα της κινεζικής πλευράς.
Σίγουρα έχει το νόημα του να αναλύσεις αν έχουν δίκιο σε όσα υποστηρίζουν, αλλά σίγουρα έχει το νόημα του και το γεγονός ότι σε ιστοσελίδες ή social media βλέπεις άρθρα ή σχόλια αρνητικά απέναντι σε μια κίνηση βοήθειας. Σε εμάς, επαναλαμβάνουμε, μπορεί να φαίνεται υπερβολικό όλο αυτό. Και μπορεί όντως να είναι. Εμείς, όμως, δεν ακούμε καθημερινά για εκατοντάδες θανάτους συμπολιτών μας και για χιλιάδες νέους νοσούντες.
Εμείς δεν έχουμε νιώσει ότι είμαστε ξεχασμένοι από όλους και ειδικά από τους Ευρωπαίους εν μέσω μιας πανδημίας που θερίζει με χιλιάδες θανάτους την Ελλάδα. Οι Ιταλοί, όμως, νιώθουν ακριβώς έτσι, γι’ αυτό και έχει αρχίσει μια προσπάθεια μέσα από τα social media ώστε να δημιουργηθεί μια τάση υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση όταν θα έχουν τελειώσει όλα αυτά.
Αυτονόητο, φυσικά, πως όλα όσα αναφέρουμε, αφορούν τους πολίτες και όχι τους πολιτικούς. Δεν έχει προσπαθήσει κάποιος από την κυβέρνηση ή κάποιο άλλο κόμμα να πει κάτι μειωτικό για την προσφορά της Κίνας, όπως δεν έχει αναφερθεί κάποιος από αυτούς στην απουσία της Ευρώπης.
Αυτό το κάνουν οι απλοί πολίτες ή ο Τύπος, μέσω του κλίματος ή των προσωπικών απόψεων που μεταφέρουν δημοσιογράφοι μιλώντας σε ΜΜΕ άλλων χωρών ή αρθρογραφώντας στα δικά τους, ή μέσω των σχολίων τους στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το μήνυμα που στέλνουν όλοι στη γειτονική χώρα, από απλούς πολίτες μέχρι τους διάσημους ποδοσφαιριστές, για παράδειγμα, είναι ότι πάντα στις δύσκολες στιγμές η Ιταλία ήταν ενωμένη, δεμένη και γι’ αυτό στο τέλος άντεχε και πατούσε ξανά στα πόδια της, νιώθοντας πιο δυνατή και πιο υπερήφανη από πριν.
Αυτό ελπίζουν ότι θα γίνει και τώρα και όλοι το εύχονται. Το θέμα είναι αν νιώθοντας πιο υπερήφανοι για την Ιταλία, θα εξακολουθούν να νιώθουν -και όταν θα έχουν τελειώσει όλα- λιγότερο υπερήφανοι για την Ευρώπη. Αυτή την Ευρώπη που θα έχει μπροστά της μια δοκιμασία, όταν πια θα έχει επανέλθει η ζωή σε φυσιολογικό ρυθμό και δεν θα έχουμε τελικά πεθάνει όλοι…