Πολλοί αναρωτιούνται στη Γαλλία για το κατά πόσον η σημερινή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Ολάντ είναι, αν όχι σοσιαλιστική, τουλάχιστον προοδευτική.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του κατώτατου ωρομισθίου (γνωστού ως smic), το οποίο καθιερώθηκε το 1970. Ήταν ένας από τους θεμέλιους λίθους της «νέας κοινωνίας», του προοδευτικού προγράμματος που είχε εκπονήσει ο τότε πρωθυπουργός Ζακ Σαμπάν-Ντελμάς προκειμένου να αφοπλίσει την επαναστατική άκρα Αριστερά.

Το smic λαμβάνει υπόψη τις «διαστρεβλώσεις» που προκαλεί ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας και προσδιορίζει αυτό που η κοινωνία θεωρεί ελάχιστη κοινωνική αξία της εργασίας.

Αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» όμως, γράφει ο γάλλος οικονομολόγος Φιλίπ Ασκεναζί στην εφημερίδα Μοντ, έχει διαβρωθεί από τις συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους και ένα τμήμα της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κόσμου.

Με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας, οι προκαταλήψεις που είχε καταγγείλει ο Σαμπάν-Ντελμάς επανήλθαν στο προσκήνιο κατά τη δεκαετία του 1990. Θεωρήθηκε τότε ότι το smic δεν έπρεπε να ισχύσει για ορισμένα επαγγέλματα λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς τους.

Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να μετρηθεί επακριβώς η οικονομική παραγωγικότητα των χαμηλόμισθων εργαζομένων όπως δεν μπορεί και να αγνοηθεί η άνοδος της ειδίκευσης της νεολαίας, πολύ περισσότερο δε οι τεχνολογικές πρόοδοι στους τομείς με χαμηλά ημερομίσθια και υψηλά κέρδη.

Η παραγωγικότητα μιας ταμία ή ενός εργαζόμενου σε συνεργείο καθαρισμού δεν έχει καμιά σχέση με την αντίστοιχη παραγωγικότητα κατά τη δεκαετία του 1980.

Καθώς η μείωση του κατώτατου ωρομισθίου ήταν πολιτικά αδύνατη, επελέγη η μείωση του κόστους της χαμηλόμισθης εργασίας για τους εργοδότες μέσω της μείωσης των εισφορών τους. Αυτός ήταν ο πυρήνας της πολιτικής που ακολούθησαν για την απασχόληση οι κυβερνήσεις Μπαλαντίρ, Ζιπέ και Φιγιόν.

Το μέτρο αυτό ενισχύει τις επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας – αρκεί να μη γίνεται σε υπερβολικό βαθμό. Γιατί στην περίπτωση αυτήν πλήττει τα δημόσια οικονομικά και τις προσπάθειες να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε ορισμένες γεωγραφικές ζώνες.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ο υπουργός Εργασίας Μισέλ Σαπέν δεν θα ανακοινώσει πιθανότατα αύξηση του smic, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του όμως ευνόησε τους εργαζομένους.

Το βασικό μέτρο που έχει λάβει η κυβέρνηση, η επιδότηση των επιχειρήσεων που επενδύουν στην έρευνα και την καινοτομία, έχει μειώσει το χάσμα ανάμεσα στους χαμηλόμισθους και την υπόλοιπη εργατική δύναμη.

Σταδιακά, η κυβέρνηση Ολάντ επιστρέφει στις αντιλήψεις του Σαμπάν-Ντελμάς, του οποίου ο γενικός γραμματέας για την απασχόληση και την κοινωνική προώθηση δεν ήταν άλλος από τον Ζακ Ντελόρ. Κι αυτό φαίνεται σε πολλές πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είναι η έμφαση στη βιομηχανία ή η εξαίρεση της εκπαίδευσης από τη δημοσιονομική λιτότητα.

Ο Ολάντ μπορεί λοιπόν να είναι αριστερός. Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, δεν είναι δημοφιλής: η δημοτικότητά του έχει σπάσει όλα τα αρνητικά ρεκόρ, φτάνοντας το 26%. Η τελευταία υποχώρησή του έχει να κάνει με τον «οικολογικό φόρο», η εφαρμογή του οποίου ανεστάλη χθες για τα βαριά οχήματα.

Επί τέσσερις ημέρες, οι ιδιοκτήτες φορτηγών και οι εργαζόμενοι στον τομέα της διατροφής στη Βρετάνη πραγματοποίησαν βίαιες διαδηλώσεις σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή του φόρου αυτού, που αποφασίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση το 2009. Και χθες, ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό ανακοίνωσε την αναστολή του και την έναρξη κοινωνικού διαλόγου.

Ο Φρανσουά Ολάντ είχε υποσχεθεί να ηγηθεί της ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Δεν μπόρεσε όμως να πολεμήσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των Βρυξελλών ούτε να εκπληρώσει την προεκλογική του υπόσχεση ότι «η αλλαγή πρέπει να γίνει τώρα». Σήμερα, μόλις το 14% των Γάλλων πιστεύουν ότι η πολιτική του διδύμου Ολάντ-Ερό είναι αποτελεσματική, ενώ μόνο οι μισοί απ’ όσους ψήφισαν τον Ολάντ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών εξακολουθούν να έχουν θετική γνώμη γι’ αυτόν.