Η βρετανική κυβέρνηση χρηματοδοτούσε μυστικά το πρακτορείο Reuters τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στο πλαίσιο μιας αντισοβιετικής προπαγάνδας, χρησιμοποιώντας το BBC για να αποκρύπτει την χρηματοδότηση, αποκαλύπτουν αποχαρακτηρισμένα κυβερνητικά έγγραφα.
Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για τη διεύρυνση της δημοσιογραφικής κάλυψης του Reuters στη Μέση Ανατολή και την Λατινική Αμερική και δίνονταν μέσω αυξημένων πληρωμών συνδρομών στο πρακτορείο από το BBC.
«Είμαστε πλέον στη θέση να συνάψουμε μια συμφωνία παροχής διακριτικής κυβερνητικής στήριξης στις υπηρεσίες του Reuters στη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική», υπογραμμίζει ένα διαβαθμισμένο κυβέρνηση έγγραφο του 1969 με σήμανση «Απόρρητο» και με τίτλο «Χρηματοδότηση του Reuters από την HMG (σ.σ. Η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος)».
Τα συμφέροντα της HMG θα εξυπηρετηθούν επαρκώς από τη νέα συμφωνία», αναφέρεται στο έγγραφο, το οποίο αποχαρακτηρίστηκε πέρσι.
Το μέγεθος της επιρροής – αν αυτή υπήρξε – που η κυβέρνηση ήταν σε θέση να ασκήσει στις ειδήσεις του πρακτορείου σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση, δεν είναι αποσαφηνίζεται στα έγγραφα, που περιγράφουν μια μυστική συμφωνία χρηματοδότησης της βρετανικής κυβέρνησης για το Reuters.
Ωστόσο, τα έγγραφα αποτυπώνουν το επίπεδο της εμπλοκής της κυβέρνησης που είχε στις υποθέσεις του Reuters και τη ρητή συμφωνία για να αποκρύψει τη χρηματοδότηση.
Νωρίτερα σήμερα, το BBC δημοσίευσε ένα άρθρο για αυτή την κυβερνητική χρηματοδότηση του πρακτορείου.
«Πολλοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί λάμβαναν κάποιας μορφής κρατική επιχορήγηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», τόνισε ο Ντέιβιντ Κρούντγουελ, ένας εκπρόσωπος του πρακτορείου ειδήσεων.
«Αλλά η συμφωνία του 1969 δεν ήταν σε εναρμόνιση με τις Αρχές Εμπιστοσύνης μας και δεν θα το κάναμε αυτό σήμερα», είπε ο Κρούντγουελ, αναφερόμενος στις Αρχές Εμπιστοσύνης του Reuters, που σκοπό έχουν τη διατήρηση της αξιοπιστίας, της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του πρακτορείου.
Ενώ το Reuters πουλά ειδήσεις σε ένα ευρύ φάσμα πελατών, συμπεριλαμβανομένων κυβερνήσεων, καμία κυβέρνηση δεν ελέγχει πώς ή τι παράγει το πρακτορείο, διαβεβαίωσε ο Κρούντγουελ.
«Το καταστατικό του BBC εγγυάται συντακτική ανεξαρτησία ασχέτως αν η χρηματοδότηση έρχεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το τέλος αδείας, ή από εμπορικές πηγές», δήλωσε ένας εκπρόσωπος του βρετανικού δικτύου.
Μια εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης αρνήθηκε να σχολιάσει.
Τα έγγραφα περιγράφουν πως το Τμήμα Πληροφοριών και Ερευνών (IRD), μια βρετανική μονάδα αντισοβιετικής προπαγάνδας με στενές σχέσεις με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών, ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων με το Reuters.
Η κυβερνητική χρηματοδότηση του πρακτορείου τις δεκαετίες 1960 και 1970 αποκαλύφθηκε σε ένα εγκεκριμένο βιβλίο ιστορίας του πρακτορείου που κυκλοφόρησε το 1992, με τίτλο: «Η Δύναμη των Ειδήσεων: Η Ιστορία του Reuters».
Το 1969, το Reuters χρειαζόταν χρήματα για να επεκταθεί στην Μέση Ανατολή και σε δυτικές δυνάμεις, καθώς η Βρετανία επιθυμούσε να ενισχύσει την επιρροή της ενάντια στην Σοβιετική Ένωση διευρύνοντας τις ειδησεογραφικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τα κυβερνητικά έγγραφα.
Το ύψος της κρυφής χρηματοδότησης ήταν 245.000 λίρες ετησίως πριν το 1969, αλλά έπειτα μειώθηκε σε 100.000 λίρες ετησίως το 1969-1970 και τίποτε το 1972-1973.
«Η νέα σχέση που εγκαθιδρύθηκε με το Reuters στη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική μπορεί να οδηγήσει σε πολύτιμη εύνοια και συνεργασία με το Πρακτορείο σε παγκόσμια κλίμακα», δήλωνε στο έγγραφο ο Τζον Πεκ, πρώην επικεφαλής του IRD.
Τα έγγραφα αναφέρουν ότι το Reuters «θα μπορούσε και θα παρείχε» ό,τι χρειαζόταν η κυβέρνηση, αν και κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραδεχόντουσαν ότι το πρακτορείο δεν ήθελε να εμφανίζεται να λαμβάνει αποφάσεις υπό τις εντολές της βρετανικής κυβέρνησης.
Το Reuters, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1851 και τώρα ανήκει στην Thomson Reuters με έδρα το Τορόντο, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ειδησεογραφικούς οργανισμούς στον κόσμο.