Ομάδα περίπου εκατό ατόμων επιχείρησε σήμερα να φύγει από την Πολυτεχνική Σχολή του Χονγκ Κονγκ, που βρίσκεται «υπό πολιορκία». Όμως οι διαδηλωτές ήρθαν αντιμέτωποι με δακρυγόνα και σφαίρες με πλαστική επικάλυψη. Κάποιοι συνελήφθησαν, την ώρα που άλλοι παραπατούσαν στα οδοφράγματα καθώς οι αστυνομικοί τους στόχευαν με τα όπλα τους και τους χτυπούσαν.
Αυτή ήταν η τρίτη φορά που διαδηλωτές προσπάθησαν να φύγουν από τον χώρο του πανεπιστημίου μετά τη βίαιη αντιπαράθεση με την αστυνομία στη διάρκεια της νύχτας.
«Η αστυνομία ίσως να μην εισβάλει στον χώρο του πανεπιστημίου όμως φαίνεται ότι προσπαθεί να συλλάβει ανθρώπους την ώρα που προσπαθούν να ξεφύγουν» δήλωσε ο βουλευτής Χούι Τσι- φουνγκ μιλώντας στο Reuters.
A university in Hong Kong has turned into a battleground
Several protesters have been arrested while running from the campus that is surrounded by police, following a violent and fiery overnight stand-off
[tap to expand] https://t.co/ATapOc3kUZ pic.twitter.com/ic1xRtmRxW
— BBC News (World) (@BBCWorld) November 18, 2019
Ένας διαδηλωτής που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο Πολυτεχνείο και θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του δήλωσε στο BBC ότι 300 με 500 άνθρωποι παραμένουν στον χώρο του πανεπιστημίου.
Μέλη των δυνάμεων της τάξης είχαν επισημάνει νωρίτερα ότι οι διαδηλωτές μπορούν να φύγουν από το Πολυτεχνείο μέσω άλλης εξόδου, της γέφυρας Τσέονγκ Ουάν, και τους κάλεσαν να αφήσουν τα όπλα τους και να βγάλουν τις μάσκες.
Όμως, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ο βουλευτής Τεντ Χούι που βρίσκεται στο Πολυτεχνείο επεσήμανε ότι η γέφυρα έχει κλείσει και ότι δεν είναι δυνατό να φύγει κάποιος από εκεί.
Από την πλευρά του ο διοικητής της αστυνομίας Κουόκ Κα-τσουέν τόνισε ότι αναζητείται ένας ειρηνικός τρόπος να επιλυθεί η αντιπαράθεση. «Αν οι μασκοφόροι ταραξίες παραδώσουν τα όπλα τους, ακολουθήσουν τις εντολές της αστυνομίας και αναλάβουν τις παράνομες ευθύνες τους, η αστυνομία δεν έχει λόγο να κάνει χρήση βίας» είπε.
Ωστόσο η αστυνομία έχει διευκρινίσει ότι όποιος παραδοθεί, θα συλληφθεί για την πρόκληση ταραχών, ένα αδίκημα που τιμωρείται με έως και 10 χρόνια κάθειρξη.