Η 27η Σεπτεμβρίου 1975 έχει διατηρηθεί στη μνήμη της δημοκρατικής Ισπανίας ως η επέτειος από τον τυφεκισμό των τελευταίων εκτελεσθέντων επί καθεστώτος Φρανθίσκο Φράνκο: Τρία στελέχη του Επαναστατικού Αντιφασιστικού και Πατριωτικού Μετώπου (FRAP) και δύο μέλη της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ.
Αυτές οι εκτελέσεις προξένησαν έκπληξη τότε, διότι πριν από πέντε χρόνια ο ίδιος ο Φράνκο είχε απονείμει χάρη σε εννέα μέλη της ΕΤΑ, καταδικασμένους στην περιώνυμη Δίκη του Μπούργος, αλλά κυρίως γιατί τόσο το καθεστώς όσο και ο άρρωστος πλέον ηγέτης του έπνεαν τα λοίσθια.
Από καιρό τα αντιστασιακά κινήματα έπλητταν με τρομοκρατικές ενέργειες τα ερείσματα του δικτατορικού καθεστώτος. Μετά τις 14 Ιουλίου του 1975 και μετά τις δολοφονίες αρκετών στελεχών της αστυνομίας και της πολιτοφυλακής, οι Αρχές συνέλαβαν δεκάδες στελέχη του FRAP και της ΕΤΑ, εφαρμόζοντας μία νομική πρωτοτυπία. Το νέο διάταγμα ασφαλείας με αναδρομική ισχύ δεν δεσμεύει τις Αρχές να αποδείξουν πως ο κρατούμενος όντως βρισκόταν στον τόπο του συμβάντος.
Έπειτα από τρεις εβδομάδες ανελέητων βασανιστηρίων σε μέρη που δεν αποκαλύπτονταν στους οικείους και τους συνηγόρους τους, το στρατοδικείο ορίζει δικάσιμο σε σύντομο χρόνο, μην επιτρέποντας στην υπεράσπιση να προετοιμαστεί και χωρίς να προσφέρονται εγγυήσεις στους κατηγορούμενους για την ασφάλεια και την εγκυρότητα της δίκης τους.
Όπως τονίζει στον ενημερωτικό ιστότοπο El Publico, ο συγγραφέας Κάρλος Φονσέκα, συγγραφέας του βιβλίου «Αύριο όταν θα με σκοτώσουν», οι καταδικασμένοι «έπεσαν θύματα ενός ομοιώματος δίκης, που τους είχε καταδικάσει πριν τους κρίνει». «Τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν μέσω βασανιστηρίων και λαθροχειρίας των δεδομένων και δεν τους εξασφαλίστηκε το δικαίωμα υπεράσπισής τους», προσθέτει, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η αδελφή του Σάντσεθ Μπράβο, Βικτόρια, θυμάται ότι «έξω από τις φυλακές το πλήθος μας αποδοκίμαζε, στη μητέρα μου φώναζε πως ο γιος της είναι δολοφόνος και του αξίζει η καταδίκη». Παρόμοιες είναι και οι μαρτυρίες των άλλων οικείων των καταδικασθέντων.
Μεταξύ 28 Αυγούστου και 19 Σεπτεμβρίου σε τέσσερις συνεδριάσεις ειδικών στρατοδικείων εκδίδονται ένδεκα αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Η μοναδική δυνατότητα έφεσης και ανάκλησης της ποινής μπορεί να γίνει μόνον από τον αρχηγό του κράτους.
Έκτοτε, πολλαπλασιάστηκαν οι εκκλήσεις από διάφορες πλευρές για απονομή χάριτος, μεταξύ αυτών και το Βατικανό. Την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου ο Φράνκο αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει: Απονέμει χάρη σε έξι, αλλά επιτρέπει την εκτέλεση των άλλων πέντε. Την είδηση θα δώσει στα μέσα ενημέρωσης ο υπουργός Τουρισμού, Λεόν Ερέρα Εστέβαν.
Την επομένη στο Μπούργος, τη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, οι Άνχελ Οταέγι και Χον Παρέδες Μανότ, μέλη της ΕΤΑ, και οι Σοσέ Ουμπέρο Μπαένα, Ραμόν Γκαρθία Σανθ και Χοσέ Λουΐς Σάντσεθ Μπράβο, της FRAP, στήθηκαν μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι μαρτυρίες του εφημέριου του Όγιο ντε Μανθανάρες -σε ένα από τα σημεία της εκτέλεσης- για τις συνθήκες του τυφεκισμού είναι συγκλονιστικές. Περιγράφει πως εκτός από τους αστυνομικούς που ήταν παρόντες κι άλλα μέλη των αρχών ασφαλείας ήρθαν με λεωφορεία για να διασκεδάσουν με το θέαμα. «Πολλοί ήταν μεθυσμένοι», επισημαίνει ο ίδιος συμπληρώνοντας: «Όταν πήγα να δώσω το τελευταίο χρίσμα στους εκτελεσθέντες, ένας από αυτούς ανέπνεε ακόμη. Ο υπολοχαγός που ήταν επικεφαλής του έδωσε τη χαριστική βολή». Ο μόνος από τις οικογένειες που επετράπη να παραστεί στις εκτελέσεις ήταν ο αδελφός του Παρέδες, Μικέλ.
Αμέσως μετά την είδηση της εκτέλεσης των πέντε, οι διεθνείς αντιδράσεις ήσαν άμεσες: Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους, ενώ ζητήθηκε η αποπομπή της Ισπανίας και από τον ΟΗΕ. Το φάσμα της διεθνούς απομόνωσης άρχισε να πλανάται πάνω από την Ισπανία…
Το φρανκικό καθεστώς αντέδρασε άμεσα, επιδιώκοντας να δείξει κοινωνική συνοχή και συναίνεση των πολιτών στις αποφάσεις του. Την 1η Οκτωβρίου διοργανώνει συλλαλητήριο στην πλατεία Οριέντε, όπου στην ομιλία του ο Φράνκο καταγγέλλει ξανά τις κομμουνιστικές και εβραιο-μασονικές συνωμοσίες που επιβουλεύονται το εθνοσωτήριο καθεστώς του. Αυτή θα είναι και η τελευταία δημόσια ομιλία του. Στις 20 Νοεμβρίου ο Φράνκο πεθαίνει. Το καθεστώς του θα πέσει εξίσου αιματηρά, όπως ξεκίνησε.
Ωστόσο, 44 χρόνια μετά την εκτέλεση, οι οικογένειες των τελευταίων θυμάτων του φρανκικού καθεστώτος δεν δέχθηκαν ούτε μία συγγνώμη από τις ισπανικές κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης. Όπως υπογραμμίζει η Βικτόρια Σάντσεθ Μπράβο, «καμία από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν θέλησε να μας ζητήσει συγγνώμη ή να ανακαλέσει τις δικαστικές αποφάσεις» δικαιώνοντας τους τελευταίους νεκρούς της Δικτατορίας.