Το Σαβάρ είναι ένα γκρίζο προάστιο της Ντάκα, στο Μπανγκλαντές, γεμάτο εργοστάσια που παράγουν ρούχα για μεγάλες δυτικές μάρκες. Οι κανονισμοί είναι εδώ συχνά ανεφάρμοστοι, ο έλεγχος ανύπαρκτος και οι άνθρωποι που ασκούν εξουσία κυκλοφορούν με ένοπλη συνοδεία.
Ίσως κανείς να μην ασκούσε εξουσία με πιο ωμό τρόπο από τον Σοχέλ Ράνα. Ο ιδιοκτήτης του Rana Plaza, που κατέρρευσε την περασμένη εβδομάδα οδηγώντας εκατοντάδες ανθρώπους στο θάνατο, κυκλοφορούσε με μοτοσικλέτα (όπως και οι φρουροί του) και ήταν αναμεμιγμένος σε εμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Στο ισόγειο του κτιρίου, που φιλοξενούσε πέντε εργοστάσια, εκείνος δεχόταν πολιτικούς, έπαιζε μπιλιάρδο και διηύθυνε τις επιχειρήσεις του. Πάνω, οι εργάτες κέρδιζαν 3.000 τάκα (30 ευρώ) τον μήνα, κατασκευάζοντας ρούχα για εταιρείες όπως η J.C.Penney.
Ο Ράνα, που τελεί υπό κράτηση, είναι πλέον ο πιο μισητός άνθρωπος στη χώρα και τα πλήθη ζητούν τον απαγχονισμό του. Μία ημέρα πριν καταρρεύσει το κτίριο, ένας μηχανικός που το είχε επισκεφθεί είχε ζητήσει την εκκένωσή του, αλλά οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν. Όπως όμως επισημαίνουν οι New York Times, ο Ράνα είναι ένα δημιούργημα της περιόδου κατά την οποία άνθησε στο Μπανγκλαντές η βιομηχανία της ένδυσης. Την περίοδο αυτή, οι πολυεθνικές έφταναν στη χώρα σε αναζήτηση φτηνής εργατικής δύναμης και υψηλών κερδών. Εμμέσως ή αμέσως, οι εταιρείες αυτές συνδέονται σήμερα με ανθρώπους σαν τον Ράνα και κινδυνεύουν από αυτούς.
Οι πολυεθνικές υποστηρίζουν συνήθως ότι έχουν εξασφαλίσει πως τα ρούχα που πωλούνται στη Δύση κατασκευάζονται σε ασφαλή εργοστάσια. Οι επιθεωρητές τους, όμως, ελέγχουν τους κώδικες ασφαλείας και τις συνθήκες εργασίας, όχι την ασφάλεια των ίδιων των κτιρίων. Και οι εταιρείες δεν ενδιαφέρονται να ελέγξουν τους εργολάβους.
Η εγκληματικότητα και η πολιτική ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένες στο Μπανγκλαντές, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Η βιομηχανία της ένδυσης, όμως, προσέθεσε ένα καινούργιο στοιχείο: το χρήμα. Η αξία της γης στο Σαβάρ εκτοξεύτηκε στα ύψη, καθώς πολλαπλασιάζονταν τα εργοστάσια με σκοπό να ανταποκριθούν στη ζήτηση της Δύσης.
Για να κατασκευάσει το Rana Plaza, ο Ράνα και ο πατέρας του τρομοκράτησαν τους ιδιοκτήτες των γειτονικών οικοπέδων – όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι – και τους ανάγκασαν να τα παραχωρήσουν. Οι πολιτικοί του σύμμαχοι εξασφάλισαν ότι θα έπαιρνε άδεια κατασκευής του κτιρίου, παρόλο που οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήταν θολοί, και στη συνέχεια μια δεύτερη άδεια για να προσθέσει ορόφους, παρά τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του κτιρίου.
Η εξουσία του Ράνα ήταν απεριόριστη. Πολλοί ντόπιοι λένε ότι ούτε η αστυνομία δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Τα κανάλια αναφέρθηκαν στις ρωγμές που είχαν δημιουργηθεί στο κτίριο την παραμονή της κατάρρευσης, αλλά κανείς δεν τόλμησε να εμποδίσει τον επιχειρηματία να το ανοίξει την επόμενη ημέρα.
«Το χρήμα ήταν η δύναμή του», λέει ο Άσραφ Ουντίν Χαν, ένας πρώην δήμαρχος του Σαβάρ. «Και το χρήμα αυτό είναι παράνομο».
Παρόλα αυτά, πολλοί κάτοικοι του Σαβάρ πιστεύουν ότι ο Ράνα δεν θα πάθει τίποτα. «Ο Ράνα δεν είναι ο μόνος», λέει ένας από τους ιδιοκτήτες γης που αναγκάστηκε να του την παραχωρήσει. «Έχουμε πολλούς τέτοιους στο Μπανγκλαντές».