Με το μυστήριο της καταγωγής των Ευρωπαίων αλλά και των Αυστραλών καταπιάστηκαν ερευνητές, με δύο νέες επιστημονικές έρευνες.
Για τη μελέτη των Ευρωπαίων, οι ερευνητές του Αυστραλιανού Κέντρου για το Αρχαίο DNA (ACAD) από το πανεπιστήμιο της Αδελαϊδας, ανέλυσαν γενετικό υλικό από 39 σκελετούς ηλικίας 2.500 έως 7.500 ετών, οι οποίοι βρέθηκαν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ιδίως στη σημερινή Γερμανία.
Χρησιμοποιώντας οστά και δόντια, αναλύθηκε το γενετικό παρελθόν και το DNA από τη Νεολιθική Περίοδο που μέχρι και σήμερα ανιχνεύεται στο 45% των Ευρωπαίων.
Από την ανάλυση προέκυψε πως οι άποικοι που προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή και τη σημερινή Τουρκία, εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη, φθάνοντας έως τη Γερμανία πριν από περίπου 7.500 χρόνια, πιθανώς στο πλαίσιο της αγροτικής επανάστασης, που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή.
Η γενετική ανάλυση έδειξε πως οι γερμανοί γεωργοί ήταν στενοί συγγενείς των ανθρώπων από την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολία. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτοί ήταν μετέφεραν την αγροτική τεχνογνωσία στην Ευρώπη, προκαλώντας ριζικές αλλαγές μεταξύ των μέχρι τότε κυρίαρχων κυνηγών-συλλεκτών που είχαν εγκατασταθεί πριν από τουλάχιστον 35.000 χρόνια στην ήπειρο.
Και αν τα παραπάνω δεδομένα, ρίχνουν «φως» στο παρελθόν των Ευρωπαίων, αυτό δεν ισχύει για όλα όσα αποκαλύπτει η έρευνα. Και αυτό διότι πριν από 4.500 έως 5.000 χρόνια το γενετικό «προφίλ» των Ευρωπαίων μεταβλήθηκε δραστικά, γεγονός που σημαίνει πως, κάποιο άγνωστο μέχρι σήμερα, συμβάν επέφερε τεράστιες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στη Γηραιά Ήπειρο.
Πιθανώς ευθύνονται πληθυσμιακές μεταναστεύσεις από την ιβηρική χερσόνησο, στις οποίες ίσως οφείλεται και η ανέγερση του μεγαλιθικού μνημείου του Στόουνχεντζ στη Βρετανία.
Για μια «επιτυχημένη πρώτη πανευρωπαϊκή κουλτούρα που ξαφνικά αντικαταστάθηκε πριν από περίπου 4.500 χρόνια, χωρίς να ξέρουμε γιατί», έκανε λόγο ο ερευνητής Άλαν Κούπερ και πρόσθεσε πως «κάτι σημαντικό συνέβη και κυνηγάμε να βρούμε τι ήταν αυτό».
«Επιβεβαιώσαμε ότι τα γενετικά θεμέλια της σύγχρονης Ευρώπης τέθηκαν στη Μέση Νεολιθική Περίοδο, μετά από τη μείζονα γενετική μεταβολή που έλαβε χώρα πριν από περίπου 4.000 χρόνια. Αυτή η γενετική ποικιλομορφία στη συνέχεια εμπλουτίσθηκε περαιτέρω από πολιτισμούς της Ιβηρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στη διάρκεια της Ύστερης Νεολιθικής Περιόδου», δήλωσε ο ερευνητής Βόλφγκανγκ Χάακ.
Με τις ρίζες των Αυστραλών ασχολήθηκε μια άλλη έρευνα με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Άλαν Γουίλιαμς του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου στην Καμπέρα.
Ο Γουίλιαμς μελέτησε τα πιο αρχαία ίχνη οικισμών στην Αυστραλία και συμπέρανε ότι οι «ιδρυτές – πατέρες» της ηπείρου ήσαν μια ομάδα 1.000 έως 3.000 Νοτιοασιατών αποίκων, οι οποίοι πριν από 45.000 έως 50.000 χρόνια, για να φθάσουν από τη Παπούα Νέα Γουινέα, χρησιμοποίησαν μάλλον μια λεπτή «γέφυρα» ξηράς, που σήμερα πια έχει σκεπαστεί από τη θάλασσα.
Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Άλαν Γουίλιαμς του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου στην Καμπέρα μελέτησε τα πιο αρχαία ίχνη οικισμών στην Αυστραλία και συμπέρανε ότι οι «ιδρυτές – πατέρες» της ηπείρου ήσαν μια ομάδα 1.000 έως 3.000 τολμηρών Νοτιοασιατών αποίκων, οι οποίοι πριν από 45.000 έως 50.000 χρόνια, για να φθάσουν από τη Παπούα Νέα Γουινέα, χρησιμοποίησαν μάλλον μια λεπτή «γέφυρα» ξηράς, που σήμερα πια έχει σκεπαστεί από τη θάλασσα.
Ο αριθμός αυτός είναι αρκετά μεγαλύτερος από τις έως τώρα εκτιμήσεις, που έκαναν λόγο για 150 ανθρώπους το πολύ, και δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η μετανάστευση στην Αυστραλία ήταν ένα προγραμματισμένο και όχι ένα τυχαίο γεγονός.
Όμως αυτός ο πρώτος πληθυσμός, που σταδιακά είχε αυξηθεί, κατέρρευσε αριθμητικά κατά την εποχή των πάγων, με συνέπεια να έχει υποστεί μείωση έως 60% πριν από περίπου 20.000 χρόνια.
Στη συνέχεια όμως, όταν υποχώρησαν πια οι πάγοι, πριν από 12.000 χρόνια, ο πληθυσμός ανέκαμψε και πάλι, φθάνοντας τους 1,2 εκατ. κατοίκους πριν από περίπου 500 χρόνια, ενώ είχε υποχωρήσει κάπως στα 770.000 έως 1,1 εκατ. άτομα το 1788, όταν ξεκίνησε ο αποικισμός από τους Βρετανούς.
Οι αρρώστιες που έφεραν οι τελευταίοι μαζί τους, οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους τον γηγενή πληθυσμό που δεν είχε ανοσία και ο οποίος σήμερα πλέον έχει ελαττωθεί στα 460.000 άτομα.