Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Άντερς Φο Ράσμουσεν επέστησε σήμερα την προσοχή των ευρωπαϊκών χωρών για το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στους συμμάχους που συνεχίζουν να επενδύουν στα στρατιωτικά μέσα τους και σ’ αυτούς που τα θυσιάζουν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
«Οι στρατιωτικές δαπάνες είναι ολοένα και λιγότερο ισορροπημένες μεταξύ των συμμάχων, όχι μόνον ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά επίσης στους κόλπους της ίδιας της Ευρώπης», δήλωσε ο Ράσμουσεν παρουσιάζοντας στις Βρυξέλλες την ετήσια έκθεση του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με την οποία μόνο τρεις χώρες της συμμαχίας, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ελλάδα, αφιερώνουν στην άμυνα περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ τους, παρόλο που οι 28 χώρες του ΝΑΤΟ είχαν δεσμευθεί το 2006 να μην μειώσουν το στρατιωτικό προϋπολογισμό τους κάτω απ’ αυτό το όριο του 2% του ΑΕΠ.
«Ενώ ορισμένοι ευρωπαίοι σύμμαχοι θα συνεχίσουν να αποκτούν σύγχρονα και προσαρμοσμένα στρατιωτικά μέσα, άλλοι θα αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες να το κάνουν.
Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα των συμμάχων να συνεργάζονται αποτελεσματικά στη διαχείριση των διεθνών κρίσεων», πρόσθεσε ο Ράσμουσεν.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η προειδοποίηση αυτή απηχεί δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων που καλούν εδώ και χρόνια τους Ευρωπαίους να μην περιορίσουν τις προσπάθειές τους στο στρατιωτικό τομέα.
Η έκθεση δείχνει εξάλλου πως μόνον οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί και οι Εσθονοί αύξησαν τις στρατιωτικές δαπάνες τους στο διάστημα 2007 – 2011.
Αντίθετα πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες περιόρισαν δραστικά τον αμυντικό προϋπολογισμό τους, ιδιαίτερα η Ιταλία και η Ισπανία, καθώς η τελευταία καταναλώνει πλέον για την άμυνα λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ της. Σ
τη Σουηδία, η οποία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Σβέρκερ Γκόρανσον προκάλεσε πρόσφατα σοκ δηλώνοντας πως σε περίπτωση περιορισμένης στρατιωτικής επίθεσης, η χώρα του δεν θα ήταν ικανή να αμυνθεί παρά για μια εβδομάδα περίπου.
Για τον επικεφαλής του ΝΑΤΟ, ο κίνδυνος είναι η Ευρώπη να χάσει «σε επιρροή στη διεθνή σκηνή» σε σχέση όχι μόνον με τις ΗΠΑ, αλλά και με τις αναδυόμενες χώρες που, όπως η Κίνα, ενισχύουν στις στρατιωτικές δυνατότητές τους.
Στην έκθεσή του, ο Ράσμουσεν υπογραμμίζει επίσης το οικονομικό και κοινωνικό βάρος του τομέα. «Αν μειώσουμε υπερβολικά τις στρατιωτικές δαπάνες μας, κινδυνεύουμε να επιδεινώσουμε την οικονομική κατάσταση» εξασθενώντας επιχειρήσεις που είναι «σημαντικές σε όρους καινοτομίας, απασχόλησης και εξαγωγών».
Συγκεκριμένα είναι δυνατό να «ελαχιστοποιηθούν τα κόστη» προωθώντας «πολυεθνικές λύσεις», σύμφωνα με τον Ράσμουσεν.