Εάν ένα από τα χαρακτηριστικά της ισπανικής τέχνης είναι η έμπνευσή της από ο,τιδήποτε υλικό και καθημερινά ανθρώπινο, τότε ο πίνακας με τον «Ανώνυμο ιππότη» που για χρόνια βρισκόταν «παραμελημένος» στις αποθήκες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) και πλέον αποδίδεται στον χρωστήρα του μεγάλου μαέστρου, Ντιέγο Βελάσκεθ, έχει όλα τα χαρακτηριστικά τούτα.
Σύμφωνα με τον Χαβιέρ Πορτούς, επικεφαλής συντηρητή του τμήματος ισπανικής ζωγραφικής έως το 1700 του Μουσείου του Πράδο, ο πίνακας αποτελεί μία προσωπογραφία του Χουάν ντε Κόρδοβα, εμπορικού απεσταλμένου του βασιλιά Φιλίππου Δ’ στη Ρώμη, που είχε βοηθήσει τον Σεβιλλιάνο ζωγράφο στην αγορά έργων για λογαριασμό του μονάρχη, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ιταλία.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, που εξέδωσε τη σχετική μελέτη του στο περιοδικό Ars Magazine «στόχος είναι να δοθεί προσοχή σε ένα πολύ ενδιαφέρον έργο και να αναζωπυρωθεί ο διάλογος για τον ζωγράφο».
Στη μελέτη του ο Πορτούς υποστηρίζει πως ο πίνακας ενδέχεται να έχει φιλοτεχνηθεί, κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Βελάσκεθ στην Ιταλία (1649-51) και πως ο πίνακας τούτος έχει πολλά κοινά με την αντίστοιχη προσωπογραφία του ντε Παρέχα (1650), που βρίσκεται επίσης στο ΜΕΤ, αλλά και με τα κατοπινά του πορτραίτα.
Ο Πορτούς αφιέρωσε τρία χρόνια στη μελέτη αυτού του πίνακα με το «άγνωστο μοντέλο» και βρίσκει στην αυθορμησία της εκτέλεσής του το καλύτερο πειστήριο και εγγύηση της πατρότητάς του. Είναι κλασσικό δείγμα ενός Βελάσκεθ που με λιγοστές πινελιές κατορθώνει να δώσει ένα πλούσιο αποτέλεσμα.
Εκτελεσμένο με περισσή ελευθερία και μικρά τελειώματα, δεν νοιάζεται να αμβλύνει τα περιγράμματα του μοντέλου, αδιαφορώντας εάν διακρίνονται οι πινελιές. Οι αυτοσχεδιασμοί του είναι σοφά υπολογισμένοι, με σιγουριά και με μία δόση έπαρσης. Η επιφάνεια του πίνακα μοιάζει με έναν αναβρασμό από πινελιές, που δείχνουν να μην είναι συντονισμένες μεταξύ τους, που όμως εάν κάποιος κάνει ένα-δύο βήματα πίσω βλέπει πως όλα βρίσκονται στη φυσική τους θέση.
Ο Πορτούς διακρίνει στην ακατάστατη κόμη του μοντέλου, την φυσικότητα του Βελάσκεθ, του ζωγράφου που με τον καλύτερο τρόπο εξέφρασε το πνεύμα της Αντιμεταρρύθμισης: αληθοφάνεια, παράστημα, αξιοπρέπεια και εγγύτητα προς το πραγματικό. Ιδίως εκείνο που του τράβηξε την προσοχή είναι η «βρώμικη πινελιά» στην εκτέλεσή του, την πρόθεση του δημιουργού να μην αναζητήσει ένα «πολύ καθορισμένο» τελικό αποτέλεσμα. Τα όρια του προσώπου δεν είναι ολότελα καθορισμένα, «αλλά αμφίσημα», τονίζει. «Όλο το προφίλ του μοντέλου είναι πολύ δυναμικό. Στη ζώνη του στήθους, ή στο πίσω μέρος του αυχένα έχουν διαλυθεί οι γραμμές ανάμεσα στο σώμα και το υπόβαθρο μέσα σε μία πλατιά φωτεινή ζώνη», γράφει ο ίδιος, τονίζοντας πως είναι ένα διάστικτο πορτραίτο, χαρακτηριστικό του ύφους του Βελάσκεθ. Αλλά και το φόντο του πίνακα είναι ουδέτερο, άπειρο, το τίποτα, με μία σκιά που διατρέχει και περιβάλλει με θαυμαστό τρόπο όλα τα υπόβαθρα και στους υπόλοιπους πίνακες του Βελάσκεθ. Όπως για παράδειγμα στα θαυμαστά έργα «Πάβλο του Βαγιαδολίδ» (1635) και «Μένιππος» και «Αίσωπος» (αμφότερα του 1635). Ο Βελάσκεθ αφήνει τα θέματά του έκθετα στο τίποτα, σαν να προβάλουν από μία αχλή, ως πρωταγωνιστές σε σκοτεινούς χώρους που προσδίδουν δυναμική στην ανθρώπινη κατάσταση των θεμάτων.