Η προεδρία της Τυνησίας παρέτεινε έως τις 5 Απριλίου την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που τέθηκε σε ισχύ στη χώρα μετά τις αιματηρές τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015.
Η νέα παράταση ανακοινώθηκε την ώρα που η κοινωνία των πολιτών επικρίνει έντονα ένα νομοσχέδιο που έχει στόχο να αλλάξει το νομικό πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και το οποίο συζητείται από τον Ιανουάριο στο κοινοβούλιο.
Μέχρι τώρα η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Τυνησία ρυθμίζεται νομικά βάσει ενός διατάγματος του 1978.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) ζήτησε τον Φεβρουάριο από το κοινοβούλιο της χώρας είτε να εγκαταλείψει είτε να τροποποιήσει εκ βάθρων το νομοσχέδιο, διότι «δίνει στην κυβέρνηση υπερβολικές εξουσίες», χωρίς να περιορίζει τη χρονική τους διάρκεια.
«Οι άνευ ορίων εξουσίες που προβλέπονται στο νομοσχέδιο αυτό αποτελούν βήματα προς τα πίσω για πολλά δικαιώματα τα οποία οι Τυνήσιοι μάχονται για να προστατεύσουν μετά την εξέγερση του 2011», εκτίμησε ο Άμνα Γκελαλί επικεφαλής του γραφείου του HRW στην Τύνιδα.
Ο πρόεδρος της Τυνησίας Μπέτζι Κάιντ Εσέμπσι αποφάσισε να παρατείνει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά ένα μήνα, από τις 7 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου, «έπειτα από διαβουλεύσεις με τον επικεφαλής της κυβέρνησης και με τον πρόεδρο της Συνέλευσης των εκπροσώπων του λαού», επεσήμανε η προεδρία σε σύντομή της ανακοίνωση.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης κηρύχθηκε στο σύνολο της Τυνησίας στις 24 Νοεμβρίου 2015 μετά την επίθεση, την ευθύνη για την οποία ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, εναντίον ενός λεωφορείου της προεδρικής ασφάλειας στο κέντρο της Τύνιδας από την οποία σκοτώθηκαν 12 άνθρωποι.
Το 2015 σημειώθηκαν στη χώρα δύο ακόμη επιθέσεις του ΙΚ, από τις οποίες σκοτώθηκαν συνολικά 59 τουρίστες και ένας αστυνομικός. Ωστόσο τα τελευταία τρία χρόνια η κατάσταση ασφαλείας στην Τυνησία έχει βελτιωθεί.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που ισχύει χωρίς διακοπή από το 2015, δίνει έκτακτες εξουσίες στις δυνάμεις ασφαλείας. Επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση των απεργιών και των συγκεντρώσεων «που ενδέχεται να προκαλέσουν (…) τη διατάραξη της τάξης», αλλά και μέτρα «για τη διασφάλιση του ελέγχου του Τύπου».