Όλοι αγαπάμε αυτές τις ιστορίες από τα αλώνια στα σαλόνια. Και η περίπτωση της Τζόαν Ρόουλινγκ, της μητέρας που έγραφε μια παιδική ιστορία σε μια καφετέρια του Εδιμβούργου για να γίνει βαθύπλουτη, είναι εδώ σταθμός. Μόνο που δεν είναι η μόνη, καθώς στη λίστα πρέπει να προσθέσουμε τώρα και την Amanda Prowse. Η δική της ιστορία είναι βέβαια ακόμα πιο απίστευτη, πώς μια μητέρα που έκανε τρεις δουλειές δηλαδή για να θρέψει τα δυο της παιδιά και την είχε χτυπήσει και ο καρκίνος από πάνω τα κατάφερε και μάλιστα με το παραπάνω. Η Amanda εργαζόταν σε τηλεφωνικό κέντρο αλλά και σε μια θεσούλα μιας μεγάλης εταιρίας, αν και για να τα καταφέρνει δούλευε και ως καθαρίστρια, μιας και ο μισθός του συζύγου Simeon δεν έφτανε για να ζήσει η τετραμελής οικογένεια. Η ίδια αναγκάστηκε μάλιστα να εγκαταλείψει τον επαγγελματικό στίβο όταν χτυπήθηκε από τον καρκίνο και έφτασε επικινδύνως κοντά στα όρια της φτώχειας. «Είχαμε επισκεφτεί τους γονείς μας στο Λονδίνο και δεν είχαμε λεφτά για βενζίνη ώστε να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Ήξερα πως αυτή ήταν η στιγμή που έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά», είπε στην «Daily Telegraph». Λίγες μέρες μετά την τραγική συνειδητοποίηση, όταν στον τραπεζικό λογαριασμό της οικογένειας υπήρχαν μόλις 20 ευρώ, αλλά και 6.500 ευρώ χρέος, έλαβε εκείνο το τηλεφώνημα από έναν εκδοτικό οίκο πως ενδιαφερόταν να βγάλουν στην κυκλοφορία το πρώτο της βιβλίο. Της έδιναν μάλιστα και προκαταβολή 5.000 ευρώ! Εκείνη είχε στείλει το πόνημά της σε πολλούς εκδοτικούς και περίμενε μήνες και μήνες για μια απάντηση, μια απάντηση που πίστευε πως δεν θα ερχόταν ποτέ. «Αν δεν μου έκαναν την προσφορά πάνω στην ώρα, θα επέστρεφα στις τρεις δουλειές μου», παραδέχεται εκείνη. Το «Poppy Day» εκδόθηκε τελικά το 2012 και την εκτόξευσε στη συγγραφική κορυφή. Και πάλι όμως έπρεπε να περιμένει: «Δεν ήταν παρά το 2013, όταν είχα γράψει 2-3 μπεστ σέλερ, που πήρα την πρώτη μου μεγάλη επιταγή για 50.000 ή 60.000 ευρώ». Πλέον γράφει πυρετωδώς, ολοκληρώνοντας αρκετά βιβλία τον χρόνο, τα οποία σκαρφαλώνουν συνήθως στις λίστες των μπεστ σέλερ και της αποφέρουν περισσότερα από 1 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ακόμα κι έτσι παραμένει ωστόσο σεμνή, καθώς θυμάται και τιμά πάντα τα χρόνια της ανέχειας. Τώρα γράφει 10 ώρες τη μέρα, δεν παίρνει ποτέ ρεπό και ξοδεύει τα χρήματά της με νου και γνώση. «Η ζωή μου είναι αρκετά συνηθισμένη, μόνο που πια την κουμαντάρω», λέει, «τα λεφτά μάς έχουν δώσει την ελευθερία της επιλογής, κι έτσι ταξιδεύουμε συχνά. Στο μέλλον μπορεί και να επενδύσουμε κάπου, αλλά θα δούμε»…