Δυο μοναδικά μνημεία της Αρχαίας Κύπρου, τα οποία ήταν παντελώς άγνωστα πριν από την έναρξη του αρχαιολογικού προγράμματος ανάλυσης τοπίου της Αρχαίας Πάφου, είναι ο εντυπωσιακών διαστάσεων τύμβος στη Λαόνα και το εκτεταμένο εργαστηριακό σύμπλεγμα στο οροπέδιο Χατζηαπτουλλάς.
Το πρόγραμμα υλοποιείται από το 2006 στο ευρύτερο περιβάλλον της κοινότητας Κουκλιών υπό τη διεύθυνση της Καθηγήτριας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Μαρίας Ιακώβου. Τόσο η ανασκαφή όσο και η διαχείριση των ευρημάτων γίνεται από φοιτητές του Πανεπιστημίου Κύπρου όλων των πτυχιακών κύκλων, ενώ στο θερινό πρόγραμμα πεδίου γίνονται δεκτοί και 2-4 φοιτητές από πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, σύμφωνα με ανακοίνωση του, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, συμβάλλοντας στην προσπάθεια διαχείρισης και αποθήκευσης του μεγάλου όγκου των υλικών, που προέρχονται από την ανασκαφή των δύο νέων μνημείων, έχει παραχωρήσει στην ομάδα του Πανεπιστημίου Κύπρου αναπαλαιωμένη αγροτική οικία, η οποία θα λειτουργήσει ως εργαστήριο, κέντρο έρευνας και ενημέρωσης. Στο κέντρο έγιναν φέτος έξι ειδικά σεμινάρια και μια ανοικτή εκδήλωση με μεγάλη συμμετοχή κατοίκων της περιοχής.
Στόχος της αποστολής το 2017 στη Λαόνα ήταν η ολοκλήρωση της διερεύνησης του νοτιο-ανατολικού τμήματος του τύμβου παράλληλα με τη διεξαγωγή μελέτης αναφορικά με τη μέθοδο ανέγερσης του σπάνιου μνημείου. Στο παρόν στάδιο των ερευνών, η κατασκευή του τύμβου χρονολογείται στην πρώιμη Πτολεμαϊκή περίοδο (3ος αιώνας π.Χ.). Για τη μικρομορφολογική ανάλυση, την οποία ανέλαβε ο δρ Τάκης Καρκάνας, Διευθυντής του Αρχαιοπεριβαλλοντικού Εργαστηρίου Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, έγινε εκτενής δειγματοληψία της βόρειας και ανατολικής τομής, η οποία ξεπερνά σήμερα τα 7 μέτρα.
Ο τύμβος δεν είναι το μόνο, ούτε το αρχαιότερο μνημείο της Λαόνας: τα φερτά χώματα για την ανέγερσή του σκέπασαν και διατήρησαν σε ύψος που φτάνει τα 6 μέτρα, φρουριακή εγκατάσταση του 5ου αιώνα π.Χ. με πύργους και αντικριστές κλίμακες. Μέχρι σήμερα έχει αποκαλυφθεί η ανατολική πλευρά σε μήκος 64 μέτρων. Στην αρχιτεκτονική δομή του φρουρίου γίνεται εκτεταμένη χρήση ομοιόμορφων πλίνθων (40χ50εκ.) κατασκευασμένων σε μήτρα (καλούπι). Οι αναλύσεις των υλικών έχουν μέχρι στιγμής δώσει δύο «συνταγές» για την κατασκευή των πλίνθων. Για σκοπούς προληπτικής συντήρησης των ευαίσθητων υλικών, το τείχος της Λαόνας θα παραμείνει σχεδόν εξολοκλήρου σκεπασμένο μέχρι να ολοκληρωθεί η ανασκαφή και να ετοιμαστεί μελέτη για τη συντήρηση και ανάδειξή του.
Το οροπέδιο Χατζηαπτουλλάς πρέπει να ήταν στην Κυπρο-Κλασική περίοδο το διοικητικό-οικονομικό κέντρο, δηλαδή η ακρόπολη, της αρχαίας πολιτείας της Πάφου. Στην ΒΑ αγωνία είναι ορατά τα ερείπια ενός εμβληματικού κτιρίου που είχε ανασκαφεί ατελώς από Βρετανική αποστολή στη δεκαετία του 1950 και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Δικαιωματικά, όμως, ερμηνεύεται ως το ανακτορικό συγκρότημα των Κλασικών χρόνων.
Δίπλα του (στα δυτικά), κατά μήκος της βόρειας πλευράς του οροπεδίου, η αποστολή του Πανεπιστημίου Κύπρου εντόπισε και ανασκάπτει ένα σύνθετο σύμπλεγμα, το οποίο είχε ανεγερθεί στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., αναμφίβολα από τη βασιλική δυναστεία της Πάφου, για τη διαχείριση οικονομικών πόρων. Η έκτασή του φτάνει τα 65μ. σε μήκος. Οι παραγωγικές και αποθηκευτικές του μονάδες αναπτύσσονται σε διαζώματα εξωτερικά του τείχους της ακρόπολης. Οι τοιχοποιία των εργαστηριακών εγκαταστάσεων διατηρείται σε ύψος 1,5-2μ. και οι επιχώσεις έχουν συμβάλει στη διατήρηση εργαλείων (μύλοι, βαρίδια, αγωγοί, ελαιοπιεστήρια, κ.α.), αμφορέων, και πλούσιων αρχαιο-περιβαλλοντικών δεδομένων που θα επιτρέψουν την ανασύσταση του οικονομικού μοντέλου της πολιτείας.
Ως σήμερα έχουν αναγνωρισθεί και ανασκάπτονται 6 ξεχωριστές μονάδες και διάδρομοι επικοινωνίας. Στόχος των ανασκαφών 2017 ήταν η ολοκλήρωση της διερεύνησης της Μονάδας 3, ενός ενιαίου εργαστηριακού χώρου 69τ.μ., και της παρακείμενης μικρής Μονάδας 4 . Η χωρική κατανομή των υλικών καταλοίπων από τις Μονάδες 3 κα 4 φαίνεται να αντιστοιχεί στα τρία στάδια της παραγωγής ελαιολάδου: (α) τη σύνθλιψη (από ελαιόκαρπο σε ενιαία μάζα ελαιοπολτού), (β) τη συμπίεση του πολτού και (γ) το διαχωρισμό του λαδιού από τα υπόλοιπα υγρά.
Μέχρι στιγμής, στο πλαίσιο μελέτης των υλικών καταλοίπων έχουν καταγραφεί 545 τμήματα αμφορέων. Εκτός από τους ντόπιους, υπάρχει σημαντικός αριθμός εισηγμένων, που προέρχονται από τη Φοινικική ακτή, τη Συρία και τη Βόριο Αφρική, ενώ υπερισχύουν αριθμητικά οι αμφορείς από το Αιγαίο (π.χ. Χίος, Θάσος, Μένδη, Ρόδος, Κως). Η περίοδος παραγωγής των περισσοτέρων είναι ο 4ος αι. π.Χ., αλλά ένας σημαντικός αριθμός αμφορέων του 5ου αιώνα προέρχεται από τα εργαστήρια Σάμου-Μίλητου. Φέτος, βρέθηκε ενεπίγραφη (dipinto) λαβή κυπριακού αμφορέα στο παφιακό συλλαβάριο. Δηλώνει το όνομα Ονάσας στην ονομαστική και ακολουθεί (δυσανάγνωστο) πατρώνυμο στη γενική (πιθανώς, ta-mo-se, δηλ. ο Ονάσας του Δάμου).
(Φωτογραφία αρχείου)