Φινλανδία και άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φιλελεύθερες οικονομικά απόψεις δέχονται πιέσεις από τη γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ να τις εκφράζουν πιο σθεναρά, καθώς η Βρετανία ετοιμάζεται για το Brexit, αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times.
Το Βερολίνο ανησυχεί ότι με την έξοδο της Βρετανίας, η οικονομική συζήτηση στην ΕΕ θα μετατοπισθεί υπέρ της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Οι χώρες αυτές έχουν παραδοσιακά λιγότερη εμπιστοσύνη στις ελεύθερες αγορές και την απορρύθμιση σε σχέση με το λόμπι του Βορρά υπό την καθοδήγηση της Βρετανίας και πιέζουν υπέρ κρατικών παρεμβάσεων, που συνδέονται συχνά με αυξημένες δημόσιες δαπάνες.
Η Μέρκελ φοβάται ότι αυτό μπορεί να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, σε μία περίοδο που αντιμετωπίζει προκλήσεις από τις αναδυόμενες οικονομίες με επικεφαλής την Κίνα και από τον λαϊκιστή πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εξετάζει τη λήψη προστατευτικών οικονομικών μέτρων που μπορεί να πλήξουν την ΕΕ, σημειώνει το δημοσίευμα.
Η καγκελάριος ανησυχεί ότι, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ μπορεί να συνασπίζει τακτικά τους κεντροαριστερούς ηγέτες για την ανάληψη κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών, η κεντροδεξιά έχει πολύ μικρότερη συνοχή και μπορεί να εξασθενήσει περαιτέρω από το Brexit. Θέλει να είναι σε καλή θέση, όταν ο νικητής των προσεχών γαλλικών εκλογών αρχίσει να παρεμβαίνει στην οικονομική συζήτηση της ΕΕ, αναφέρει η εφημερίδα. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ο κεντροαριστερός που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, έχει υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της αγοράς, αλλά το Βερολίνο ανησυχεί ότι θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στην Ευρωζώνη για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε η Γαλλία – και ίσως και άλλες χώρες – να μπορούν να αυξήσουν τον δημόσιο δανεισμό τους.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Μέρκελ έκανε σαφείς τις απόψεις της στο ετήσιο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (της κεντροδεξιάς της ΕΕ) τον περασμένο μήνα, στηρίζοντας την απόφασή του που σημείωνε: «Είμαστε κατά των πολιτικών δημοσίων δαπανών, οι οποίες μπορεί να ενισχύουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, αλλά προκαλούν μακροπρόθεσμα πληθωρισμό, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, ανεργία και φτώχεια». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Βερολίνο είναι απρόθυμο να εμφανίζεται ως ο ηγέτης των (οικονομικά) φιλελεύθερων χωρών, καθώς θα μπορούσε να ενισχύσει τις ανησυχίες άλλων χωρών ότι η Γερμανία είναι ήδη κυρίαρχη στην ΕΕ και θα περιέπλεκε τον συμβιβαστικό ρόλο της Μέρκελ στην ΕΕ, σημειώνει το δημοσίευμα. Η καγκελάριος θέλει, επίσης, να διαφυλάξει τη γαλλο-γερμανική σχέση, που βρίσκεται στον πυρήνα της ΕΕ, όσο το δυνατόν ισχυρότερη και να αποφύγει τη μετατροπή της συζήτησης για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική σε μία διαμάχη μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού.
Ο πρέσβης μίας βαλτικής χώρας στις Βρυξέλλες δήλωσε ότι υπήρξαν κάποιες ανεπίσημες συζητήσεις με Γερμανούς ομολόγους σχετικά με την αλλαγή της ισορροπίας στην ΕΕ. Ένας άλλος υψηλόβαθμος αξιωματούχος από τη Βόρεια Ευρώπη είπε ότι οι συζητήσεις άρχισαν «αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το Brexit» και έχουν εν των μεταξύ ενταθεί. Η θέση, ωστόσο, της Βρετανίας είναι δύσκολη, αναφέρει το δημοσίευμα, καθώς δεν υπάρχει κανένα άλλο οικονομικά φιλελεύθερο κράτος-μέλος που να έχει το οικονομικό και πολιτικό βάρος της Βρετανίας.
Οι εναπομείναντες σύμμαχοι του Βερολίνου είναι πολύ μικρότεροι – η Σουηδία, η Φινλανδία και οι χώρες της Βαλτικής. Η Πολωνία έχει αντίστοιχες απόψεις για την οικονομική πολιτική, αλλά η εθνικιστική κυβέρνηση της Βαρσοβίας την καθιστά, για πολιτικούς λόγους, έναν δύσκολο εταίρο. Αντίθετα, ο κύριος πολιτικός σύμμαχος της Γαλλίας είναι η Ιταλία, που έχει τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό στην ΕΕ των 27.