Χωρίς να φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, περίπου δύο εκατομμύρια πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας οδηγούνται σήμερα στις κάλπες, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα μήνες.
Οι κάλπες άνοιξαν στις επτά τοπική ώρα και θα παραμείνουν ανοιχτές ως τις δέκα το βράδυ για την ανανέωση της Εθνοσυνέλευσης σε αυτήν την ημιαυτόνομη περιοχή του 1,9 εκατομμυρίου κατοίκων. Η καταμέτρηση θα αρχίσει αύριο Παρασκευή και τα αποτελέσματα των εκλογών δεν αναμένεται να γίνουν γνωστά πριν από το Σάββατο.
Οι σημερινές πρόωρες εκλογές διεξάγονται με φόντο κατηγορίες για διαφθορά όπως και το Brexit, το οποίο αποτελεί μεγάλο διακύβευμα για την περιοχή που έχει σημαδευτεί από δεκαετίες βίας μεταξύ των εθνικιστών καθολικών και των ενωτικών προτεσταντών.
Σήμερα τίποτε δεν λειτουργεί πλέον μεταξύ των δύο κύριων πολιτικών σχηματισμών, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα DUP, που τάσσεται υπέρ της ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο, και το Σιν Φέιν, που υποστηρίζει επανένωση με την Ιρλανδία.
Ακόμη κι αν συνεχίζουν να επιδιώκουν την επίτευξη των διαμετρικά αντίθετων στόχων τους, αυτά τα δύο κόμματα είναι υποχρεωμένα να συνεννοούνται στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού όπως επιβάλλουν οι ειρηνευτικές συμφωνίες του 1998, με τις οποίες τερματίστηκε η τριακονταετής σύγκρουση που προκάλεσε τον θάνατο περισσότερων από 3.000 ανθρώπων και άφησε βαθιές πληγές, υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ. Ο συνασπισμός κατέρρευσε στις αρχές Ιανουαρίου όταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μάρτιν ΜακΓκίνες, ιστορική φυσιογνωμία του Σιν Φέιν, παραιτήθηκε. Η αποχώρησή του προκάλεσε αυτομάτως αυτήν της πρωθυπουργού Αρλίν Φόστερ, που είναι επικεφαλής του DUP.
Το Σιν Φέιν προσάπτει στην Φόστερ καταστροφική διαχείριση που αγγίζει τα όρια της απάτης σ’ ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων που αποσκοπούσε στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το οποίο φέρεται ότι στοίχισε εκατοντάδες εκατομμύρια στερλίνες στους φορολογούμενους.
«Οι άνθρωποι δεν ανέχονται την αλαζονεία, την έλλειψη σεβασμού και την περιφρόνηση» δήλωσε την Τρίτη η Μισέλ Ο’Νιλ, η οποία αντικατέστησε τον Μάρτιν ΜακΓκίνες στην αρχηγία του Σιν Φέιν. «Δεν θα επιστρέψουμε σε μια κυβέρνηση με την Αρλίν Φόστερ ως αντιπρόεδρό της» επέμεινε η Μισέλ Ο’Νιλ σε δηλώσεις που έκανε χθες στο AFP.
Αν το Σιν Φέιν επιμείνει στην άρνησή του να συνεργαστεί με την Φόστερ, η οποία προτίθεται να παραμείνει στη θέση της, «προσανατολιζόμαστε μάλλον προς μια περίοδο ακυβερνησίας διάρκειας το λιγότερο έξι μηνών, ίσως και περισσότερο» σημειώνει ο Τζόναθαν Τονγκ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Σε αυτήν την περίπτωση, ο Βρετανός υπουργός που είναι αρμόδιος για τη Βόρεια Ιρλανδία Τζέιμς Μπρόκενσιρ, θα διοικεί την επαρχία από το Λονδίνο, όπως συνέβαινε και παλιά, την περίοδο των «Ταραχών».
Στις προηγούμενες εκλογές, τον Μάιο του 2016, το DUP είχε έρθει πρώτο με 38 έδρες και ακολουθούσε το Σιν Φέιν με 28 έδρες και το UUP (Ενωτικό Κόμμα του Όλστερ) με 16 έδρες.
Τώρα οι αναλυτές και οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν και νέα νίκη του DUP, μολονότι πολλοί ψηφοφόροι δηλώνουν απογοητευμένοι από τα επανειλημμένα σκάνδαλα. «Βαρέθηκα πια όλη αυτήν τη διαφθορά, θέλω αλλαγή» δήλωσε στο AFP μια ψηφοφόρος σε εκλογικό τμήμα στο βόρειο Μπέλφαστ.
Η σύγκρουση για τις επιδοτήσεις κρύβει ωστόσο μια πιο βαθιά δυσφορία, η οποία συνδέεται με το Brexit. Το DUP αγωνίστηκε πριν από το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου στη Βρετανία υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, ενώ το Σιν Φέιν ήταν αντίθετο στο ενδεχόμενο αυτό. Η επαρχία ψήφισε τέλος σε ποσοστό 56% την παραμονή στην ΕΕ, την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφιζε συνολικά υπέρ του Brexit σε ποσοστό 52%.
Η πιθανότητα επιστροφής ορατού συνόρου με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας έπειτα από έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα σε μια περιοχή που ακόμη στοιχειώνεται από τα φαντάσματα του παρελθόντος και οι εθνικιστές θα το βιώσουν αυτό ως προσβολή.
«Δικαιώματα όπως αυτό της διαμονής ή της διπλής υπηκοότητας, βρετανικής και ιρλανδικής, απειλούνται από την απώλεια του καθεστώτος μας ως χώρας μέλους της ΕΕ» σημείωσε η Μισέλ Ο’Νιλ. «Επίσης εξαρτιόμαστε σε τεράστιο βαθμό από την κοινή αγροτική πολιτική και τους πόρους που τη συνοδεύουν. Και δεν πιστεύω ότι η βρετανική συντηρητική κυβέρνηση θα αντισταθμίσει τις αρωγές αυτές» κατέληξε.