Οι παραδοσιακά στενές και εγκάρδιες σχέσεις του δήμου Μονάχου με την ελληνική παροικία έχουν μπει σε πάγο. Για πρώτη φορά ο δήμαρχος της πόλης δεν εμφανίστηκε στις εκδηλώσεις της Ημέρας Ελληνοβαυαρικής Φιλίας τον περασμένο Μάρτιο και ούτε αργότερα στα Θεοφάνεια. Αιτία είναι η κλιμάκωση της διαμάχης μεταξύ του δήμου και του ελληνικού κράτους εξαιτίας της ανέγερσης κτιρίου για το ελληνικό σχολείο στη βαυαρική πρωτεύουσα. Η επίμαχη υπόθεση ξεκινά το 2001, όταν το ελληνικό δημόσιο αγοράζει από το δήμο για 4,5 εκατ. μάρκα οικόπεδο 15.000 τ.μ. για την κατασκευή ελληνικού σχολείου. Η πώληση γίνεται με τον όρο η ανέγερση του κτιρίου να έχει ολοκληρωθεί εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, σε διαφορετική περίπτωση το οικόπεδο θα επιστρεφόταν στο δήμο. Λόγω των αντιδράσεων των κατοίκων της συνοικίας η άδεια ανοικοδόμησης εκδίδεται τελικά μόλις το 2008 με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης της οικοδομής το καλοκαίρι του 2012. Παρά τις επανειλημμένες συστάσεις από την πλευρά του δήμου, τα δικαστήρια και τον καθορισμό νέας ημερομηνίας αποπεράτωσης του έργου, το κτίριο παραμένει γιαπί. Λόγω «ανωτέρας βίας», λέει η ελληνική πλευρά και παραπέμπει στην οικονομική κρίση. Τελικά, το Φθινόπωρο του 2016 το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίζει τη μεταβίβαση του οικοπέδου στο δήμο και ζητά την κατεδάφιση του γιαπιού με έξοδα της Αθήνας.
Η ελληνική επιχειρηματολογία
Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Μονάχου είναι άκυρη, δηλώνει στη Deutsche Welle o γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Παυσανίας Παπαγεωργίου. Μιλώντας στο Βερολίνο με εκπροσώπους του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών και άλλες αρμόδιες αρχές ανέπτυξε την ελληνική επιχειρηματολογία η οποία στηρίζεται σε τρία βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, η οικοδόμησή του κτιρίου βρισκόταν σε εξέλιξη και το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού έργου είχε ολοκληρωθεί. Δεύτερον, οι όροι που είχαν συμφωνηθεί δεν ήταν ρεαλιστικοί, δηλαδή, να είναι έτοιμο το κτίριο μέσα σε ένα χρόνο. Όπως εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, το 2015, όταν έγινε η διαπραγμάτευση με το Μόναχο για την παράταση της ημερομηνίας ολοκλήρωσης «υπήρξε μια πολύ μεγάλη πίεση από την πλευρά του δήμου που δεν στόχευε στο να βρεθεί λύση για το οικόπεδο, αλλά στο να καθιερωθούν πάρα πολύ στενά όρια που στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να επιτευχθούν.» Η άποψη αυτή φαίνεται να στηρίζεται από τη σχετική αρθρογραφία στον τοπικό τύπο: οι ανάγκες στο Μόναχο για νέες σχολικές εγκαταστάσεις είναι μεγάλες και πανάκριβες οι τιμές των ακινήτων. Οπότε, η επιστροφή του οικοπέδου του ελληνικού σχολείου, του οποίου η αξία εντωμεταξύ έχει τετραπλασιαστεί, σχεδόν επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Το τρίτο βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι επειδή το ακίνητο βρίσκεται στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και ο σκοπός του σχετίζεται με τον πολιτισμό και την εκπαίδευση, ισχύει η αρχή της ετεροδικίας κρατών. Και αυτό σημαίνει, πως αν δεν επιτευχθεί συνεννόηση, τότε, στην εσχάτη περίπτωση, θα πρέπει το γερμανικό κράτος να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη για να διεκδικήσει το οικόπεδο.
Παρέμβαση του γερμανικού ΥΠΕΞ
Σε μια προσπάθεια να αποφύγει μια νέα ένταση στις ελληνογερμανικές σχέσεις, και μάλιστα για ένα οικόπεδο, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ξεκίνησε εδώ και καιρό σειρά διαμεσολαβήσεων, επαφών και συναντήσεων. Ο μέχρι πρόσφατα υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ είχε στείλει μάλιστα επιστολή στο δημαρχείο Μονάχου με την παράκληση να μην οδηγηθούν για ένα οικόπεδο σε δοκιμασία οι ελληνογερμανικές σχέσεις. Το όλο θέμα συζητήθηκε την περασμένη Πέμπτη στο Βερολίνο σε συνάντηση στην οποία συμμετείχαν εκτός από το ΥΠΕΞ και το γερμανικό υπουργείο Παιδείας, όπως και θεσμικοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη μιας λύσης. Μια πρόταση που θα μπορούσε να «ξεμπλοκάρει» την κατάσταση είναι η διάθεση ενός οικοπέδου που ανήκει στο ομοσπονδιακό κράτος και το οποίο βρίσκεται στην ίδια περιοχή με το μισοτελειωμένο κτίριο του ελληνικού σχολείου. Πάντως, οι έως τώρα ενέργειες του υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται να έχουν επιφέρει κάποια αλλαγή στη στάση του Μονάχου. Ενώ απέρριπτε κάθε συζήτηση για το θέμα της ετεροδικίας, πριν δύο εβδομάδες το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει νομική γνωμάτευση δικηγορικού γραφείου με ειδικότητα στο διεθνές δίκιο. Πρόκειται για ένα πρώτο βήμα ώστε να βρεθεί μια λύση εκτός δικαστηρίου, εκτιμά ο κ. Παπαγεωργίου. Όπως επισημαίνει, «δεν θέλουμε να προχωρήσουμε δικαστικά γιατί κάθε τέτοιο θα προκαλούσε ένταση στις σχέσεις μας με το Μόναχο. Κανείς δεν έχει να κερδίσει. Όσο θα διαρκούν τα δικαστήρια το Μόναχο δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει το οικόπεδο και η Ελλάδα θα κάνει για ένα οικόπεδο που της ανήκει μια σειρά περιττά έξοδα». Αυτή η εκ πρώτης όψεως διαλλακτική στάση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας δεν θα πρέπει να παρεξηγηθεί. Κατά την παραμονή του στο Βερολίνο ο κ. Παπαγεωργίου είχε μεν συνάντηση με την αρμόδια αρχή διαχείρισης της περιουσίας του ομοσπονδιακού κράτους για την υπόθεση του εναλλακτικού οικοπέδου. Όμως, η επίσκεψη θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια «χειρονομία αβρότητας». Στην πραγματικότητα η ελληνική πλευρά δεν σκοπεύει να ανταλλάξει το ακίνητό της με κάποιο άλλο. Η δήλωση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: «Το δικό μας ακίνητο είναι εκτός διαπραγμάτευσης, ασχέτως αν ορισμένες δικαστικές διαδικασίες μας έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ένα εργοτάξιο επάνω σε ένα οικόπεδο που έχει μεταγραφεί στο δήμο του Μονάχου. Το οικόπεδο το έχουμε αγοράσει νόμιμα.» Με άλλα λόγια, αποδέκτης της εναλλακτικής πρότασης του υπουργείου Εξωτερικών είναι ο δήμος Μονάχου και όχι η Ελλάδα.