Η κυβέρνηση της Υεμένης ξεκίνησε μια μεγάλη επιχείρηση για την εκδίωξη των σιιτών ανταρτών Χούτι από τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, σε μια προσπάθεια να σημειώσει νέες νίκες προτού δεχθεί να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όμως η κυβερνητική πλευρά αντιμετωπίζει προβλήματα εξαιτίας των μεγάλων διαφωνιών στο εσωτερικό της.
Οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις, με την υποστήριξη της αεροπορίας και του ναυτικού του αραβικού συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία, ξεκίνησαν το Σάββατο μια επιχείρηση με το όνομα «Χρυσή λόγχη» στη δυτική περιοχή Ντούμπαμπ, 30 χιλιόμετρα μακριά από τα στρατηγικής σημασίας στενά Μπαμπ αλ Μάντεμπ μεταξύ της Ερυθράς Θάλασσας και του κόλπου του Άντεν.
Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές, στόχος της επιχείρησης είναι η ανακατάληψη από τους Χούτι, που υποστηρίζονται από οπαδούς του πρώην προέδρου της Υεμένης Άλι Αμπντάλα Σάλεχ, περιοχών σε μήκος 450 χιλιομέτρων στην Ερυθρά Θάλασσα, μεταξύ αυτών οι πόλεις Μόχα, Χοντέιντα και Μίντι κοντά στα σαουδαραβικά σύνορα.
Τουλάχιστον 68 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί τις τελευταίες ημέρες από τις μάχες, 55 αντάρτες και 13 φιλοκυβερνητικοί στρατιώτες, σύμφωνα με απολογισμό που δόθηκε χθες Κυριακή στη δημοσιότητα.
«Η επιχείρηση αυτή είναι απαραίτητη για την επανέναρξη της πολιτικής διαδικασίας» που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, παρά τις επανειλημμένες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και της κυβέρνησης του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Υεμένης Άμπντελ Μάλακ αλ Μεχλάφι.
«Η αμερικανική κυβέρνηση έχει παραλύσει τη μεταβατική αυτή περίοδο και οι Χούτι δεν θα δεχθούν να συνομιλήσουν» παρά μόνο αν αναγκαστούν «από μια αλλαγή στο πεδίο», πρόσθεσε.
Μετά την ανακατάληψη τον Ιούλιο του 2015 πέντε επαρχιών στη νότια Υεμένη, οι δυνάμεις που είναι πιστές στον πρόεδρο της χώρας Αμπντ Ράμπο Μάνσουρ Χάντι δεν έχουν καταφέρει να σημειώσουν άλλες νίκες απέναντι στους Χούτι.
Οι σιίτες αντάρτες, που προέρχονται από τον βορρά, και οι σύμμαχοί τους εξακολουθούν να ελέγχουν την πρωτεύουσα Σανάα, την οποία κατέλαβαν τον Σεπτέμβριο του 2014 και μεγάλες περιοχές στο βόρειο τμήμα της χώρας, στα κεντρικά και στα δυτικά.
Η Σαουδική Αραβία ενεπλάκη στον πόλεμο τον Μάρτιο του 2015 υποστηρίζοντας τον Χάντι, όμως δέχεται συχνά επικρίσεις από μη κυβερνητικές οργανώσεις για «τις ωμότητες» που διαπράττει η πολεμική της αεροπορία, εξαιτίας των οποίων έχουν σκοτωθεί «πολλοί άμαχοι».
Μετά την αποτυχία επτά εκεχειριών, που επετεύχθησαν με πρωτοβουλία του ΟΗΕ και τη συνδρομή της αμερικανικής κυβέρνησης, η Υεμένη μοιάζει πλέον με μια διχοτομημένη χώρα, με πολλές τζιχαντιστικές οργανώσεις να εκμεταλλεύονται την κατάσταση.
Εξάλλου οι Χούτι απέκτησαν τον Αύγουστο Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο και στη συνέχεια τον Νοέμβριο κυβέρνηση για τη διαχείριση των περιοχών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Χάντι και η κυβέρνησή του, που επέστρεψαν το 2016 από την εξορία στη Σαουδική Αραβία, εγκαταστάθηκαν στο Άντεν, στη νότια Υεμένη, πόλη που έχει κηρυχθεί «προσωρινή» πρωτεύουσα και μετέφεραν εκεί την Κεντρική Τράπεζα της χώρας.
«Οι δύο πλευρές βρίσκονται παγιδευμένες σε έναν κύκλο κλιμακούμενης έντασης και προκλήσεων, γεγονός που προκαλεί την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ», υπογραμμίζει το κέντρο International Crisis Group (ICG).
Το αδιέξοδο αυτό μαρτυρά «τη διχοτόμηση της χώρας, που υπονομεύεται από τον διχασμό στο εσωτερικό των ανταρτών αλλά και της νόμιμης κυβέρνησης», εκτιμά ο αναλυτής από την Υεμένη Νέτζιμπ Γάλαμπ.
Οι φιλοκυβερνητικοί «είναι κυρίως διχασμένοι σε στρατιωτικό επίπεδο, με έναν στρατό στον νότο και έναν άλλο στον βορρά, που δεν υπακούει πάντα στις διαταγές της κυβέρνησης», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο στρατός πρέπει να αναδιοργανωθεί για να λαμβάνει εντολές από μια ενωμένη διοίκηση και όχι μόνο από τη διοίκηση του αραβικού συνασπισμού».
Κάποιες από τις χώρες που συμμετέχουν στον συνασπισμό, και κυρίως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν ξεκινήσει να εκπαιδεύουν και να εξοπλίζουν μονάδες του στρατού, που συχνά στρατολογούνται από διάφορούς κύκλους, κάποιοι από τους οποίους είναι ακραία ισλαμιστικοί.
Προκειμένου να αντικρούσουν το ισλαμιστικό κόμμα αλ Ίσλαχ (παρακλάδι των Αδελφών Μουσουλμάνων), που έχει πολλούς υποστηρικτές στην Υεμένη, τα Εμιράτα προτιμούν τη στρατολόγηση σαλαφιστών.
Εξάλλου το αυτονομιστικό κίνημα του νότου, που ανήκει στο φιλοκυβερνητικό στρατόπεδο, είναι αντιμέτωπο με την εχθρότητα όσων τάσσονται κατά της απόσχισης του νότου.
«Όλες αυτές οι ομάδες συμφωνούν στη μάχη τους κατά των Χούτι και των υποστηρικτών του Σάλεχ. Όμως διαφωνούν για το μέλλον της Υεμένης», δήλωσε ένας διοικητής του φιλοκυβερνητικού στρατού που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Υεμένης παραδέχεται ότι «οι διαφορετικές προσεγγίσεις» τροφοδοτούνται «από την απογοήτευση μπροστά στο αδιέξοδο της πολιτικής διαδικασίας». «Όμως οι διαφορές μπορούν να ξεπεραστούν μόλις σημειώσουμε στρατιωτικές προόδους», τόνισε.
Σύμφωνα με την Έιπριλ Άλει, ειδική σε θέματα Υεμένης του ICG, οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις «έχουν περισσότερες πιθανότητες να σημειώσουν νίκες στις δυτικές ακτές, παρά στα βουνά γύρω από τη Σανάα».
Ο συνασπισμός «φαίνεται αποφασισμένος να κατακτήσει επιπλέον εδάφη προτού δώσει μια ακόμη ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις», εκτίμησε η ίδια.