Η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ ενδέχεται να είναι θύμα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ανακοίνωσε σήμερα η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), την ώρα που ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Άναν έφτασε στη χώρα για μια επίσκεψη στη διάρκεια της οποίας θα μεταβεί και στην πολιτεία Ραχίν.
Ο στρατός της Μιανμάρ επιδίδεται σε μια αιματηρή καταστολή στη δυτική αυτή πολιτεία της χώρας και χιλιάδες μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας έχουν συρρεύσει στα σύνορα με το Μπανγκλαντές, με τους εκτοπισμένους να διηγούνται φοβερές ιστορίες για ομαδικούς βιασμούς, βασανιστήρια και φόνους στα χέρια των δυνάμεων ασφαλείας.
Περίπου 30.000 Ροχίνγκια έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με δορυφορικές εικόνες εκατοντάδες κτίρια στα χωριά των Ροχίνγκια έχουν καταστραφεί.
Η κυβέρνηση αρνείται τις κατηγορίες αυτές και επισημαίνει ότι ο στρατός αναζητεί τους «τρομοκράτες» που ευθύνονται για τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων τον προηγούμενο μήνα.
Όπως όμως αναφέρουν δημοσιογράφοι που βρίσκονται στην περιοχή, οι αρχές της Μιανμάρ δεν επιτρέπουν στα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις να πλησιάσουν τις περιοχές όπου καταγγέλλεται ότι γίνονται σφαγές.
Χθες η UNHCR είχε επισημάνει ότι η αντιμετώπιση των Ροχίνγκια από τις αρχές της Μιανμάρ ενδέχεται να ισοδυναμεί με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, επαναλαμβάνοντας τα ευρήματα μιας έκθεσής της που είχε δημοσιευθεί τον Ιούνιο.
Εξάλλου τουλάχιστον 10.000 Ροχίνγκια έχουν φτάσει στο Μπανγκλαντές τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με την UNHCR.
«Σύμφωνα με τα στοιχεία διάφορων ανθρωπιστικών οργανώσεων, εκτιμάμε ότι ο αριθμός των αφίξεων είναι 10.000 τις τελευταίες εβδομάδες. Όμως η κατάσταση εξελίσσεται γρήγορα και ο πραγματικός αριθμός ενδέχεται να είναι πολύ πιο αυξημένος», δήλωσε η Βίβιαν Ταν περιφερειακή εκπρόσωπος του ΟΗΕ.
H UNCHR έχει ζητήσει από το Μπανγκλαντές να προσφέρει «ασφαλές καταφύγιο» στους Ροχίνγκια, την ώρα που η πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας είναι δύσκολη.
Αγνοώντας τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας να ανοίξει τα σύνορά του ώστε να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική κρίση, το Μπανγκλαντές κάλεσε τη Μιανμάρ να λάβει «έκτακτα μέτρα» ώστε να σταματήσουν οι αφίξεις των Ροχίνγκια στο έδαφός του.
Οκτώ βάρκες που προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό Ναφ που συνδέει την πολιτεία Ραχίν με το νότιο Μπανγκλαντές απωθήθηκαν τη Δευτέρα, ενώ απαγορεύθηκε η είσοδος στο Μπανγκλαντές σε έξι ακόμη την Κυριακή, όπως δήλωσε ο συνταγματάρχης Αμπουζάρ αλ Ζαχίντ επικεφαλής της συνοριοφρουράς της χώρας.
Σύμφωνα με τη Ντάκα, χιλιάδες ακόμη μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας έχουν συγκεντρωθεί στα σύνορα, όμως η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές αρνείται να τους επιτρέψει την είσοδο. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες οι αρχές της χώρας έχουν εμποδίσει περισσότερους από 1.000 Ροχίνγκια, μεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά, να εισέλθουν στη χώρα.
Παράλληλα περισσότεροι από 120.000 Ροχίνγκια βρίσκονται στοιβαγμένοι σε καταυλισμούς προσφύγων από το 2012, όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις μεταξύ βουδιστών και μουσουλμάνων.
Η ενίσχυση του εθνικισμού στη Μιανμάρ τα τελευταία χρόνια έχει οξύνει την εχθρότητα εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας, η οποία ζει περιθωριοποιημένη, σε άθλιες συνθήκες και χωρίς να τους αναγνωρίζεται η υπηκοότητα.
Από την πλευρά της η πρωθυπουργός της Μιανμάρ, η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, τάχθηκε σήμερα υπέρ της ειρήνης και «της εθνικής συμφιλίωσης».
Μιλώντας σε ένα φόρουμ διευθυντών επιχειρήσεων στη Σιγκαπούρη η Σου Κι δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις βιαιότητες στην πολιτεία Ραχίν, όμως υπογράμμισε ότι η χώρα της έχει ανάγκη σταθερότητα, προκειμένου να προσελκύσει περισσότερους επενδυτές.
«Όπως γνωρίζετε, αντιμετωπίζουμε πολλές προκλήσεις. Είμαστε μια χώρα πολλών εθνικών κοινοτήτων και πρέπει να εργαστούμε για τη σταθερότητα του κράτους δικαίου», επεσήμανε η πρωθυπουργός της Μιανμάρ.
«Οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να επενδύουν σε χώρες που δεν είναι σταθερές. Δεν επιθυμούμε την αστάθεια, αλλά έχουμε μια μακρά ιστορία διχονοιών στη χώρα μας. Η εθνική συμφιλίωση και η ειρήνη είναι λοιπόν απαραίτητες», υπογράμμισε.