Όταν ο πατέρας του Brryan Jackson του έκανε ένεση με σύριγγα γεμάτη αίμα μολυσμένο με HIV, ήλπιζε να μην τον δει να μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως 24 χρόνια μετά ο άνδρας θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον γιο του στο δικαστήριο για να τον ακούσει να αφηγείται τις ολέθριες συνέπειες του εγκλήματός του.
Στη δικαστική αίθουσα του Missouri οι δύο άνδρες που είχαν χρόνια να συναντηθούν, είναι πατέρας και γιος.
Ο Jackson βρίσκεται εκεί για να διαβάσει μια δήλωση που θα διασφαλίσει πως ο πατέρας του θα μείνει στη φυλακή όσο περισσότερο γίνεται. Είναι μια δήλωση που πολύ λίγοι πίστευαν πως θα έχει τη δυνατότητα να διαβάσει όταν το 1992 διαγνώστηκε με AIDS και οι γιατροί τον έστειλαν σπίτι του να πεθάνει, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του.
Ο Brryan στέκεται δίπλα στη μητέρα του, περιγράφει το BBC, πέντε θέσεις μακριά από τον πατέρα του. «Προσπάθησα να κοιτώ μόνο μπροστά, δεν ήθελα να συναντηθεί το βλέμμα μας», περιγράφει.
«Τον αναγνώρισα από τη φωτογραφία της σύλληψής του αλλά δεν έχω κανένα δεσμό μαζί του», συνεχίζει, «η μητέρα μου τον κάλεσε στη διαδικασία για να μάθει πως ο γιος του είναι άρρωστος. Προσπαθούσα να θυμάμαι πως ο Θεός ήταν μαζί μου».
Παίρνει μια βαθιά ανάσα κι αρχίζει να διηγείται την ιστορία του.
Οι γονείς του συναντήθηκαν σε μονάδα στρατιωτικής εκπαίδευσης στο Missouri. Συγκατοίκησαν και πέντε μήνες αργότερα, το 1991, η μητέρα του έμεινε έγκυος.
«Όταν γεννήθηκα ο πατέρας μου ήταν ενθουσιασμένος αλλά όλα άλλαξαν όταν έφυγε για την Καταιγίδα της Ερήμου. Επέστρεψε από την Σαουδική Αραβία με εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απέναντί μας», αφηγείται.
Ο άνδρας αρνείτο πως ήταν δικό του το παιδί, απαιτώντας εξέταση DNA ενώ άρχισε να επιτίθεται στη μητέρα του Jackson και να την κακοποιεί σωματικά και λεκτικά. Όταν εκείνη τελικά τον άφησε, είχαν έντονες διαφωνίες σχετικά με τη διατροφή που εκείνος αρνείτο να πληρώνει.
«Της έλεγε ‘το παιδί σου δεν θα ζήσει πάνω από 5 χρόνια’ και ‘Όταν σε αφήσω δεν θα αφήσω κανένα δεσμό πίσω’», περιγράφει ο Jackson.
Έχοντας βρει δουλειά σε αιματολογικό εργαστήριο ο πατέρας του άρχισε κρυφά να παίρνει δείγματα μολυσμένου αίματος και να τα κρύβει σπίτι του. Αστειευόταν στους συναδέλφους του λέγοντας πως αν ήθελε να μολύνει κάποιον με αυτούς τους ιούς δεν θα μάθαινε ποτέ τι τον βρήκε.
Όταν το αγόρι έγινε 11 μηνών, η μητέρα και ο πατέρας του δεν είχαν πια καμία επαφή. Αλλά όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί, η μητέρα του ειδοποίησε τον πατέρα του θεωρώντας πως θα ήθελε να ξέρει τι συμβαίνει στο γιο του. Την ημέρα που πήρε εξιτήριο ο πατέρας του τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και κάποια στιγμή που έμεινε μόνος με το παιδί του έκανε ένεση με αίμα μολυσμένο με AIDS.
«Ήλπιζε πως θα πέθαινα ώστε να μην πληρώνει πια διατροφή», εξηγεί.
Η μητέρα του τον βρήκε να ουρλιάζει μέσα στα χέρια του πατέρα του, «οι ζωτικές ενδείξεις μου είχαν τρελαθεί γιατί το αίμα που μου είχε βάλει δεν ήταν μόνο μολυσμένο με HIV, ήταν και ασύμβατο με το δικό μου», περιγράφει ο ίδιος.
Οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και όταν οι σφυγμοί, η θερμοκρασία και η αναπνοή του αποκαταστάθηκαν τον έστειλαν σπίτι του θεωρώντας τον υγιή.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν όμως η μητέρα του τον έβλεπε να χάνεται. Επί τέσσερα χρόνια επισκέπτονταν γιατρούς αναζητώντας την αιτία που έδειχνε ετοιμοθάνατος. Χάρη στον παιδίατρο κάποια στιγμή έγινε εξέταση και για HIV, η οποία βγήκε θετική στον ιό και εντόπισε κι άλλες τρεις λοιμώξεις.
«Οι γιατροί πίστευαν πως δεν υπάρχει ελπίδα για μένα», συνεχίζει, «θέλοντας να ζήσω μια όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική ζωή μου με έστειλαν σπίτι για τους πέντε μήνες που θεωρούσαν πως μου απομένουν».
Συνέχισαν ωστόσο να του χορηγούν κάθε πιθανό φάρμακο. «Τη μια μέρα έδειχνα καλά, την επόμενη έμπαινα πάλι στο νοσοκομείο με ακόμα μια λοίμωξη», περιγράφει.
Παρότι τα παιδιά που γνώρισε στο νοσοκομείο δεν τα κατάφεραν, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών του η υγεία του άρχισε να βελτιώνεται.
Έτσι κατάφερε να πάει στο σχολείο έστω και με ένα σακίδιο γεμάτο φάρμακα που λάμβανε ενδοφλέβια. Αλλά η ζωή του ήταν κόλαση, όλοι φοβούνταν πως θα κολλήσουν, δεν τον ήθελαν. Δεν τον καλούσαν στα πάρτι- ούτε καν την ετεροθαλή αδελφή του, ακολουθώντας το φόβο των γονιών τους.
«Ένιωθα απομονωμένος και μόνος, σαν να μην υπάρχει μέρος στον κόσμο για μένα», προσθέτει.
Σε ηλικία 10 ετών άρχισε να συνειδητοποιεί το έγκλημα του πατέρα του αλλά του πήρε πολλά χρόνια να το συλλάβει σε όλο το μέγεθός του. «Δεν με σκότωσε μόνο, μου άλλαξε τη ζωή για πάντα. Ήταν υπεύθυνος για όλο το bullying, για τα χρόνια μου στο νοσοκομείο», εξηγεί. Ωστόσο στα 13 του διαβάζοντας τη Βίβλο ανακάλυψε την πίστη κι έτσι κατάφερε να τον συγχωρέσει.
«Δεν είναι εύκολη η συγχώρεση», λέει, «αλλά δεν θέλω να πέσω στο επίπεδό του».
Τον Ιούλιο το Σωφρνιστικό ίδρυμα του Missouri τον ενημέρωσε πως η αίτηση αποφυλάκισης του πατέρα του είχε απορριφθεί.
Ο πατέρας υποστηρίζει πως έπασχε από μετατραυματικό στρες μετά την επιστροφή του από τη Σαουδική Αραβία αλλά ο Jackson δεν πείθεται επειδή ο πατέρας του δεν βρέθηκε στο πεδίο των μαχών.
Εντωμεταξύ εκείνος έχει πια μάθει να ζει τη ζωή του. «Είμαι υγιής και παρότι έχω πιασίματα είμαι και καλός αθλητής. Από 23 χάπια που έπαιρνα παίρνω ένα τη μέρα. Βέβαια έχω ακόμα AIDS», λέει.
Παρότι είναι πολυάσχολος δίνοντας ομιλίες και στηρίζοντας την οργάνωση Hope Is Vital που ο ίδιος ίδρυσε, δεν παύει να ονειρεύεται την πατρότητα. Έχοντας ο ίδιος έναν κακό πατέρα, ανυπομονεί εκείνος να γίνει καλός. «Θα ήθελα πολύ να γίνω μπαμπάς», λέει, «νομίζω πως είμαι φτιαγμένος γι’ αυτό. Θέλω να μεγαλώσω τα παιδιά μου με ελπίδα, να τους δώσω το όραμα πως ο κόσμος είναι ένα ειρηνικό μέρος και πως εγώ θα είμαι πάτα εδώ για να τα προστατεύω. Μέσα από κακά πράγματα, μπορούν να βγουν καλά».