Η Κύπρος παραβίασε τα δικαιώματα της Βρετανίδας που κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού στην Αγία Νάπα το 2019, αποφάνθηκε ομόφωνα σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), επικαλούμενο «προκατειλημμένα έμφυλα στερεότυπα και στάσεις που κατηγορούν το θύμα» κατά τη διεξαγωγή της έρευνας.
Το δικαστήριο -με έδρα το Στρασβούργο- διαπίστωσε, όπως αναφέρει το philenews.com, παραβιάσεις του Άρθρου 3 (έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας) και του Άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση του ομαδικού βιασμού.
Η Βρετανίδα, η οποία ήταν 19 ετών τότε, είχε κατηγορήσει 12 Ισραηλινούς για ομαδικό βιασμό, τον Ιούλιο του 2019. Έπειτα από 10 ημέρες έρευνας και ύστερα από μακρά ανάκριση ανακάλεσε τους ισχυρισμούς της και διώχθηκε αμέσως για δημόσια βλάβη λόγω ψευδούς κατάθεσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αθώωσε τη Βρετανίδα μετά την έφεσή της, επισημαίνοντας διάφορες αποτυχίες στην ερευνητική διαδικασία μετά την καταγγελία της για βιασμό.
Το ΕΔΑΔ επιδίκασε στη γυναίκα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
«Το δικαστήριο παρατήρησε ότι η Κύπρος διέθετε νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας» ανέφερε το ΕΔΑΔ στην απόφασή του. «Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση χαρακτηρίστηκε από μια σειρά ελλείψεων από τις ανακριτικές αρχές, τις εισαγγελικές αρχές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο».
Χωρίς να αποφανθεί για την ενοχή των υπόπτων, το ΕΔΑΔ εντόπισε πολυάριθμα ελαττώματα στην έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας να εξεταστεί αν υπήρξε συναίνεση.
Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι Αρχές παρέβλεψαν το γεγονός ότι η γυναίκα είχε καταναλώσει αλκοόλ και ότι είχαν βρεθεί ίχνη κοκαΐνης στα ούρα της, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά της να συναινέσει.
«Φαίνεται ότι η απροθυμία των Αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινική διαδικασία βασίστηκε στη σεξουαλική ελευθερία και συμπεριφορά της καταγγέλλουσας» ανέφερε το ΕΔΑΔ.
«Η αξιοπιστία της φαίνεται να αξιολογήθηκε μέσω προκατειλημμένων έμφυλων στερεοτύπων και στάσεων που κατηγορούν το θύμα. Επειδή φέρεται να είχε συμμετάσχει σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες στο παρελθόν, φαινόταν να θεωρείται δεδομένο ότι δεν θα είχε αρνηθεί να το κάνει την ημέρα του φερόμενου βιασμού».
Το ΕΔΑΔ επισήμανε, επίσης, ότι οι αποφάσεις των κυπριακών αρχών να διακόψουν την έρευνα απέτυχαν να λάβουν υπόψη την ψυχολογική επίδραση που μπορεί να είχε ο φερόμενος βιασμός στη γυναίκα ή αν εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών.
Η γυναίκα παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο δύο ημέρες μετά τον φερόμενο ομαδικό βιασμό και ανακρίθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ψυχολόγου ή υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, σημείωσε το δικαστήριο.
Ύστερα από έξι ώρες ανάκρισης, στις 27 Ιουλίου 2019, η γυναίκα ανακάλεσε την καταγγελία της μετά τη 1:15 π.μ. Υποστήριξε ότι οι μακρές και επαναλαμβανόμενες συνεντεύξεις την οδήγησαν να το πράξει.
«Κατά την άποψη του δικαστηρίου, οι πολυάριθμες φορές που η Βρετανίδα έπρεπε να επαναλάβει τι συνέβη στις Αρχές και η αποτυχία τους να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη προς το θύμα, αποτέλεσαν απόδειξη επαναθυματοποίησης» ανέφερε η απόφαση.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση «αποκάλυψε ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο που εμπόδισαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της Βρετανίδας ως πιθανού θύματος έμφυλης βίας».