Ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, πολλοί έχουν αμφισβητήσει τα στοχευμένα πλήγματα των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας (IDF), στη σύγκρουσή τους με τη Χαμάς, υποστηρίζοντας πως γίνεται δολοφονία αμάχων. Ανάμεσα σε αυτούς που ζητούν δικαιοσύνη είναι και μια μητέρα, της οποίας η μικρή κόρη σκοτώθηκε σε ένα περιστατικό που συγκλόνισε τον κόσμο.
Η πεντάχρονη Χιντ Ρατζάμπ σκοτώθηκε μαζί με έξι μέλη της οικογένειάς της μέσα σε ένα αυτοκίνητο, ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις μάχες στη Γάζα τον Ιανουάριο. Οι σπαρακτικές εκκλήσεις της για βοήθεια καταγράφηκαν σε πραγματικό χρόνο σε τηλεφωνικές κλήσεις με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν.
«Καλώ ολόκληρο τον κόσμο να σταθεί δίπλα μας, ώστε αυτοί που διέπραξαν αυτό το βίαιο έγκλημα να λογοδοτήσουν», δήλωσε η μητέρα της, Γουισάμ Χαμάντα, από το προσωρινό της σπίτι στη Γάζα. «Χρειάζομαι δικαιοσύνη για την κόρη μου», λέει.
Το Sky News διερεύνησε τις συνθήκες γύρω από το θάνατο της Χιντ, καθώς και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς της και των δύο τραυματιοφορέων που σκοτώθηκαν προσπαθώντας να τη σώσουν. Έχουμε αναλύσει δορυφορικές εικόνες, υλικό του IDF και έχουμε μιλήσει με ειδικούς στα όπλα και την εγκληματολογία, αναφέρει.
Στις 29 Ιανουαρίου, απεγνωσμένοι να ξεφύγουν από τις μάχες στη συνοικία Τελ αλ Χάουα της Γάζας, η οικογένεια της Χιντ αποφάσισε να φύγει. «Ο θείος μου αποφάσισε να βάλει όλα τα παιδιά στο αυτοκίνητο μαζί με την σύζυγό του, ενώ εμείς οι ενήλικες θα πηγαίναμε από έναν άλλο δρόμο», είπε η 27χρονη Γουισάμ.
Η Χιντ μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με άλλα έξι μέλη της οικογένειας: τον θείο της μητέρας της, Μπασάρ Χαμάντα, τη σύζυγό του, Ανάμ, και τα τέσσερα παιδιά τους, τη Λάγιαν, τη Ραγκάντ, τη Σάρα και τον Μοχάμαντ.
Ο μικρότερος αδελφός της Χιντ, ο Εϊάντ, δεν ήθελε να μπει στο αυτοκίνητο και έτσι, την τελευταία στιγμή, του επέτρεψαν να μείνει με τους ενήλικες.
Το αυτοκίνητο, ένα μικρό μαύρο Kia, δέχθηκε επίθεση κοντά σε ένα βενζινάδικο μόλις 350 μέτρα από το σημείο εκκίνησης. Η Γουισάμ λέει ότι το είδε να συμβαίνει και επιβεβαιώνει ότι το αυτοκίνητο δέχτηκε επίθεση στις 8:10 π.μ., μόλις 10 λεπτά μετά την αναχώρηση από το σπίτι τους.
«Τους είδαμε όταν πυροβόλησαν το αυτοκίνητο, αλλά δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι τους στόχευσαν, ή δεν θέλαμε να το πιστέψουμε», είπε.
Η οικογένεια επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Όταν ένιωσαν ότι ήταν ασφαλές, βγήκαν έξω και άρχισαν να περπατούν, αναζητώντας απεγνωσμένα πληροφορίες για το τι είχε συμβεί στη Χιντ και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η Γουισάμ προσπαθούσε απεγνωσμένα να καλέσει αυτούς που βρίσκονταν στο αυτοκίνητο.
Το μεσημέρι, η 15χρονη Λάγιαν απάντησε στο τηλέφωνο. Είπε ότι όλοι στο αυτοκίνητο «κοιμούνται» και ότι τόσο αυτή όσο και η Χιντ ήταν τραυματισμένες.
«Της είπαμε να βγάλει το μαντίλι της, να το δέσει στην πληγή και να σταματήσει την αιμορραγία», είπε η Γουισάμ. Ωστόσο, η Λάγιαν δεν μπορούσε να κινηθεί επειδή το αυτοκίνητο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με σώματα.
Η Λάγιαν έδωσε το τηλέφωνο στη Χιντ. Όταν η Γουισάμ ρώτησε την κόρη της αν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο, η Χιντ απάντησε: «μακάρι, μαμά, μακάρι. Είναι όλοι γύρω μου μαμά». Ακολούθησαν ουρλιαχτά. «Έρχονται πιο κοντά, τόσο κοντά», είπε πανικόβλητη η Χιντ στη μητέρα της, ενώ στη συνέχεια η γραμμή έπεσε.
Η οικογένεια επικοινώνησε στη συνέχεια με την Παλαιστινιακή Εταιρεία Ερυθράς Ημισελήνου (PRCS), η οποία προσπάθησε να τηλεφωνήσει στα κορίτσια που βρίσκονταν στο αυτοκίνητο. Μετά από μερικές προσπάθειες, η Λάγιαν απάντησε. «Μας πυροβολούν», είπε η Λάγιαν. «Τα τανκς είναι δίπλα μας». Ακούστηκαν πυροβολισμοί ενώ ο άνδρας που τηλεφώνησε με το όνομα Ομάρ, περίμενε στη γραμμή. «Δεν υπήρχε καμία απάντηση από το παιδί με το οποίο μιλούσα. Δεν έμαθα καν το όνομά της», είπε.
Η συνομιλία τελείωσε με ένα τρομακτικό ουρλιαχτό και τον ήχο σφοδρών πυρών. Με την τηλεφωνική γραμμή να έχει διακοπεί, η PRCS ξανακάλεσε. Αυτή τη φορά απάντησε η Χιντ. Ήταν μόνη στο αυτοκίνητο, όλοι οι υπόλοιποι ήταν νεκροί.
Για πάνω από τρεις ώρες, μέσα από πολλαπλές κλήσεις, μια άλλη γυναίκα της PRCS, η Ράνα Φάκι, προσπάθησε να κρατήσει τη Χιντ στη γραμμή ενώ την παρηγορούσε.
«Σε παρακαλώ μείνε μαζί μου μέχρι να έρθει κάποιος, σε παρακαλώ μην κλείσεις», ικέτευε η Χιντ τη Ράνα.
«Θα μείνω μαζί σου. Δεν θα κλείσω. Θα μείνω μαζί σου», της είπε η Ράνα.
Η Γουισάμ μιλούσε επίσης στο τηλέφωνο με την κόρη της. «Της είπα, χαμήλωσε τη φωνή σου γιατί θα σε πυροβολήσουν όπως πυροβόλησαν τη Λάγιαν».
Η Ερυθρά Ημισέληνος στη συνέχεια έστησε μια ομαδική κλήση και η Γουισάμ διατήρησε επαφή με την κόρη της, η οποία συνέχιζε να ρωτάει αν κάποιος θα έρθει να τη σώσει. Όσο έπεφτε η νύχτα, η Χιντ, η οποία φοβόταν το σκοτάδι, γινόταν όλο και πιο ανήσυχη.
«Θα έρθετε να με πάρετε;» παρακαλούσε. «Φοβάμαι τόσο πολύ, σε παρακαλώ έλα».
Εντωμεταξύ, οι συνάδελφοι της Ράνα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να συντονίσουν τη διάσωση, ζητώντας άδεια από τις ισραηλινές αρχές για να στείλουν ένα ασθενοφόρο.
Η PRCS λέει ότι είναι τυπική διαδικασία για αυτήν και άλλες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης να συντονίζονται με τον ισραηλινό στρατό, διότι δεν μπορούν να εισέλθουν σε στρατιωτικές περιοχές χωρίς ειδική άδεια.
Μετά από ώρες αναμονής, η PRCS λέει ότι τελικά ήρθε η άδεια και δόθηκε το πράσινο φως για να σταλεί ένα ασθενοφόρο σε συγκεκριμένη διαδρομή.
Τελικά, στις 6 μ.μ., το πλήρωμα του ασθενοφόρου ήταν κοντά στο αυτοκίνητο της οικογένειας, όταν ο επικεφαλής τραυματιοφορέας είπε: «Να τη, την είδαμε». Λίγο αργότερα, η επικοινωνία διεκόπη απότομα με ήχους σφοδρών πυρών. Και οι δύο τραυματιοφορείς σκοτώθηκαν.
Στις 10 Φεβρουαρίου, όταν η περιοχή ήταν ασφαλής για πρόσβαση, εντοπίστηκαν τόσο το ασθενοφόρο όσο και το αυτοκίνητο στο οποίο ταξίδευαν η Χιντ και η οικογένεια Χαμάντα. Ένας από τους θείους της Χιντ, ο Σαμίρ Χαμάντα, έφτασε πρώτος στη σκηνή.
«Βρήκα το αυτοκίνητό τους. Βρήκα τον αδελφό μου, Μπασάρ. Η σύζυγός του ήταν δίπλα του και βρήκαμε τη Λάγιαν, τη Ραγκάντ, τη Σάρα, τον Μοχάμαντ και τη Χιντ στο πίσω μέρος. Όλοι είχαν πεθάνει. Τα σώματά του είχαν αποσυντεθεί λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας», είπε ο Σαμίρ.
Βρήκε επίσης το καμένο ασθενοφόρο, στο οποίο υπήρχαν «μόνο οστά».
Ο Σαμίρ απομάκρυνε τα σώματα από το αυτοκίνητο της οικογένειας και τα έθαψε σε ένα νεκροταφείο κοντά στο σπίτι τους στον βορρά.