Τον περασμένο Ιανουάριο η Νικόλ Αντιμάντο, μια 31χρονη μητέρα δυο παιδιών, γνωστή και ως Νίκι, αποφυλακίστηκε από το σωφρονιστικό ίδρυμα «Μπέντφορτ Χιλς» στην κομητεία Γουεστσέστερ της Νέας Υόρκης. Είχε εκτίσει 7,5 χρόνια ποινής κάθειρξης 19 ετών έως ισόβια για τη δολοφονία του φίλου της, Κρις Γκρόβερ και πατέρα των δύο παιδιών της.
Επρόκειτο για έναν δημοφιλή εκπαιδευτή γυμναστηρίου. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, όμως, φαίνεται πως ο Γκρόβερ ήταν ένα τέρας με φετίχ, που της ασκούσε βία και σαδιστικά βασανιστήρια.
Η Αντιμάντο κέρδισε την ελευθερία της χάρη στον νόμο για τους επιζώντες οικογενειακής βίας της Νέας Υόρκης.
Η κακοποίησή της ήταν τόσο βάναυση, που όπλισε το χέρι της κι έτσι η Νίκι πυροβόλησε θανάσιμα τον Κρις τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου 2017 στο φτωχικό διαμέρισμά τους στο Poughkeepsie της Νέας Υόρκης.
Κατά τη διάρκεια της επταετούς ταραχώδους σχέσης τους είχε υποστεί «αδιανόητη βία πίσω από κλειστές πόρτες», σύμφωνα με τη μεγαλύτερη αδερφή της Νίκι, Μισέλ Χόρτον, όπως περιγράφεται στο νέο της βιβλίο που φέρει τον τίτλο: «Dear Sister: A Memoir of Secrets, Survival and Unbreakable Bonds».
Με το πέρασμα των χρόνων, γράφει η Χόρτον, είχε παρατηρήσει στοιχεία κακοποίησης στην Νίκι, συμπεριλαμβανομένων και πολλών μελανιών στο σώμα της, τις οποίες κάλυπτε, χρησιμοποιώντας δικαιολογίες περί καθημερινών ατυχημάτων.
Η Χόρτον είχε υποψιαστεί ότι επρόκειτο για δικαιολογίες, αλλά μόνο αφού η Νίκι πάτησε τη σκανδάλη έμαθε πραγματικά την έκταση της δυστυχίας, που βίωνε η αδερφή της.
Κάποια στιγμή, μετά τον θάνατο του Γκρόβερ, μια θυμωμένη Νίκι ρώτησε την αδερφή της με απόγνωση «Μα πού ήσουν;», λέγοντάς της πώς υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να τη βοηθήσουν να βγει από την κόλαση που ζούσε.
«Λυπάμαι που δεν το είδα», γράφει η Χόρτον με περίλυπο ύφος και συμπληρώνει: «Ένιωσα την αμηχανία να πλημμυρίζει το πρόσωπό μου».
Η κακοποίηση που υπέστη η Νίκι, μητέρα του Μπεν και της Φαίης, από τον πατέρα τους φαίνεται αδιανόητη.
Πάντως, η Νίκκι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά πολύ πριν βρει τον Κρις, όπως αποκαλύπτει η αδερφή της. Η αρχή έγινε στην ηλικία των πέντε ετών, ενώ στη συνέχεια κακοποιήθηκε στην αρχή της σχέσης της με τον Κρις από έναν συντηρητή στο κτίριο όπου διέμενε η μητέρα της.
Στο βιβλίο της η Χόρτον αποκαλύπτει ότι ο Κρις έκαιγε επανειλημμένα τον κόλπο και την περιοχή των γεννητικών οργάνων της Νίκι με ένα κουτάλι που ζέσταινε στη φλόγα της σόμπας αερίου τους, όταν εκείνη ήταν έγκυος στη Φαίη.
Μαζί με τα σεξουαλικά βασανιστήρια, υπήρχαν πολλαπλοί μώλωπες, μαύρα μάτια, σημάδια από δαγκώματα, καθώς και σημάδια στραγγαλισμού γύρω από τον λαιμό της αδελφής της.
Ο Κρις είχε επιτεθεί σεξουαλικά στη Νίκι με ένα όπλο και τη στραγγάλισε με τη ζώνη του μπουρνουζιού του μέχρι που κόντεψε να την πνίξει, σύμφωνα με δημοσίευμα του «New Yorker».
Επιπλέον, είχε αποκτήσει εμμονή με το πορνό, τόσο πολύ που ανακαλύφθηκαν σαδιστικά βίντεο που τράβηξε με τη Νίκκι σε ένα διαδικτυακό πορνό, με εκείνη «δεμένη με φερμουάρ, με δεμένα τα μάτια και βιασμένη».
Ο Κρις είχε κατασκευάσει ακόμη και σεξουαλικά παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένου ενός που χρησιμοποιήθηκε για να φιμωθεί το στόμα της Νίκι.
Σύμφωνα με τη Χόρτον, ένας ντετέκτιβ του New Hyde Park, με τον οποίο επικοινώνησε ένας δικηγόρος από την κρατική υπηρεσία μέριμνας για τις οικογένειες (Family Services), ήθελε να ασκήσει αγωγή εναντίον του Κρις, αλλά η Νίκι ήταν πολύ φοβισμένη, για να υπογράψει μια ένορκη κατάθεση, που επιβεβαίωνε την κακοποίηση, φοβούμενη ότι ο Κρις θα έπαιρνε τον γιο τους, Μπεν.
Μία μέρα προτού η Νίκι σκοτώσει τον Κρις, οι Υπηρεσίες Προστασίας Παιδιών είχαν επισκεφθεί το ζευγάρι κατόπιν ακόμα μιας αναφοράς κακοποίησης, όπως γράφει η Χόρτον.
Ύστερα από αυτή την επίσκεψη, η Νίκι βρήκε το θάρρος να πει επιτέλους στον Κρις ότι ήθελε να διακόψουν τη σχέση τους -έστω και προσωρινά. «Απλά άφησέ μας να φύγουμε και δεν θα το πω σε κανέναν», παρακάλεσε τον Κρις.
Τότε αυτός γέμισε το πιστόλι του, ενώ η Νίκι παρακολουθούσε τρομοκρατημένη και τον άκουγε σχεδόν παγωμένη, καθώς της έδειχνε φωτογραφίες στο κινητό του για το πώς θα την πυροβολούσε στον ύπνο της, για να κάνει τον θάνατό της να μοιάζει με αυτοκτονία.
Ο Κρις έστρεψε το όπλο προς τη Νίκι, αλλά αυτή τον χτύπησε στη βουβωνική χώρα και το όπλο έπεσε στο πάτωμα. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία να το πάρει.
Ο Κρις απαιτούσε να του δώσει πίσω το όπλο, ενώ την απειλούσε ότι θα σκότωνε αυτήν και τα παιδιά.
Εκείνη τη στιγμή, η ταραγμένη Νίκι σημάδεψε τον Κρις στο κεφάλι και πυροβόλησε.
«Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω», εξομολογήθηκε αργότερα η Νίκι στην αδερφή της.
«Στη δίκη της», λέει η Χόρτον, «η Νίκι ντροπιάστηκε από έναν εισαγγελέα, που πίστευε ότι συμμετείχε εκουσίως στα βασανιστήρια και προσποιήθηκε τα τραύματά της».
Η Χόρτον κατηγορεί τον δικαστή και το δικαστικό σύστημα για την αρχική ποινή της αδελφής της, ισχυριζόμενη ότι «ποινικοποιούν τους επιζώντες».
Η Χόρτον ήταν η ηρωίδα της Νίκι κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, αφού φρόντιζε τα παιδιά της, ενώ θα άρχιζε έναν αγώνα, για να τη φέρει πίσω στο σπίτι, «αγωνιζόμενη απέναντι σε ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, που φαινομενικά έχει σχεδιαστεί, για να τιμωρεί ολόκληρη την οικογένεια».
Μέσω της Κοινοτικής Επιτροπής Άμυνας της Νικόλ Αντιμάντο, η Χόρτον συνεχίζει να μιλάει ανοιχτά για την αδερφή της, καθώς και για άλλα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.