Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, υπέγραψε τον νόμο για την ανάκληση της επικύρωσης της Συνθήκης για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), ανάκληση που εντάσσεται στην συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία και την κρίση στις σχέσεις της Μόσχας με την Δύση.
Η Συνθήκη για την Καθολική Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών άνοιξε για υπογραφή το 1996, αλλά δεν ετέθη ποτέ σε ισχύ διότι ποτέ δεν επικυρώθηκε και από τις 44 χώρες που διέθεταν πυρηνικές δραστηριότητες την χρονική στιγμή της κατάρτισής της. Οκτώ από τις 44 αυτές χώρες δεν την έχουν επικυρώσει: η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν, η Βόρεια Κορέα, το Ισραήλ, το Ιράν, η Αίγυπτος και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στις αρχές του Οκτωβρίου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε ότι είναι πιθανόν η χώρα του να ανακαλέσει την επικύρωση της CTBT σε απάντηση προς τις ΗΠΑ, που δεν την έχουν επικυρώσει.
«Δεν είμαι έτοιμος να πω αν πρέπει να επαναλάβουμε τις δοκιμές ή όχι», είχε προσθέσει τότε, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να μιλήσει για την ανάπτυξη νέων πανίσχυρων πυραύλων που έχουν την ικανότητα να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο 2022, ο πρόεδρος της Ρωσίας χρησιμοποιεί συχνά πυκνά την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Το καλοκαίρι του 2023, η Ρωσία μετέφερε τακτικά πυρηνικά όπλα στο έδαφος της στενής συμμάχου της Λευκορωσίας.
Ο νόμος για την ανάκληση της επικύρωσης της CTBT ψηφίσθηκε από την ρωσική Δούμα και στην συνέχεια εγκρίθηκε ομοφώνως από την ρωσική Ανω Βουλή στα τέλη του Οκτωβρίου.
Στα τέλη Οκτωβρίου, η Ρωσία προχώρησε στην εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων που διασφαλίζουν στις ρωσικές δυνάμεις την ικανότητα «μαζικού ανταποδοτικού πυρηνικού πλήγματος». Το ρωσικό πυρηνικό δόγμα προβλέπει την «αυστηρά αμυντική» προσφυγή στο ατομικό όπλο, σε περίπτωση που η Ρωσία δεχθεί επίθεση με όπλα μαζικής καταστροφής ή επίθεση με συμβατικά όπλα η οποία «θα απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του (ρωσικού) κράτους».
Τον Φεβρουάριο, η Ρωσία ανακάλεσε την συμμετοχή της στην συνθήκη New Start για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων, η οποία υπεγράφη με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2010 και είναι η τελευταία διμερής συμφωνία που συνδέει Ρώσους και Αμερικανούς.