Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου από λαμπρός ηγέτης του Ισραήλ μεταλλάχθηκε σε ανεπιθύμητο πρόσωπο και πλέον έχει μετατρέψει την αντιπαράθεση με την Χαμάς σε μάχη για την πολιτική του επιβίωση.
Οι συγκρούσεις πραγματοποιούνται την περίοδο που ο ίδιος ανήλθε ξανά στην εξουσία μετά τις εκτεταμένες κατηγορίες που αντιμετώπισε για διαφθορά και τη στιγμή που προσπαθούσε να περάσει μεταρρύθμιση για να ελέγχει τη δικαστική εξουσία, με αποτέλεσμα να ακουστούν ακραία σενάρια, μέχρι για πραξικόπημα.
Η Wall Street Journal συνομίλησε με Ισραηλινούς αξιωματούχους και κατέγραψε το χρονικό του πολιτικού που έγινε λαμπρός πρωθυπουργός και τώρα ξεμένει από συμμάχους.
Άνοδος στην εξουσία
Ο Νετανιάχου έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1996, υπηρετώντας μόνο μία θητεία, πριν κερδίσει την επανεκλογή του το 2009 με εντολή να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ασφάλειας και της οικονομίας. Η Χαμάς δύο χρόνια νωρίτερα είχε αποσπάσει τον έλεγχο της Γάζας από τη διεθνώς αναγνωρισμένη Παλαιστινιακή Αρχή και ο Νετανιάχου βρέθηκε μπροστά στην πρόκληση να διαχειριστεί αυτό που το Ισραήλ θεωρούσε τρομοκρατική οργάνωση στην ίδια του την αυλή.
Στην αντιπολίτευση, ο Νετανιάχου είχε προειδοποιήσει δημοσίως ότι η Γάζα θα γινόταν «Χαμαστάν» υπό την καθοδήγηση του Ιράν. Αλλά όταν έγινε πρωθυπουργός, επέλεξε να μην πάει στον παλαιστινιακό θύλακα με στρατιώτες για να αφοπλίσει την ομάδα.
Την ώρα που ορισμένα μέλη του ισραηλινού στρατού πίεζαν για την αποστρατιωτικοποίηση της Χαμάς, ο Νετανιάχου επέλεξε να ακολουθήσει μια στρατηγική που επέτρεπε στη Χαμάς να κυβερνήσει στη Γάζα και να παραμείνει οπλισμένη, προσπαθώντας παράλληλα να την αποτρέψει από τη βία, σύμφωνα με τον Ούζι Αράντ, σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ υπό τον Νετανιάχου από το 2009 έως το 2011.
Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε ακόμη και όταν το Ισραήλ έδινε μάχες με τη Χαμάς στη Γάζα. Στη μεγαλύτερη ανάφλεξη μεταξύ των δύο πλευρών το 2014, το Ισραήλ έστειλε στρατεύματα στη Γάζα για να καταστρέψει ένα δίκτυο τούνελ που δημιούργησε η Χαμάς για να επιτεθεί στο Ισραήλ, αλλά η κυβέρνηση απέφυγε μια ευρύτερη χερσαία επίθεση για την εξουδετέρωση της ομάδας.
Η επίθεση και οι επικρίσεις
Η Χαμάς δεν επέλεξε τυχαία την χρονική συγκυρία που επιτέθηκε στο Ισραήλ, αφού η χώρα ξεκίνησε να συνάπτει οικονομικές σχέσεις γνωστές ως συμφωνίες του Αβραάμ με τις αραβικές χώρες, που στηρίζουν την ένοπλη παλαιστινιακή οργάνωση. Παράλληλα, έγινε την περίοδο που ο Νετανιάχου σχημάτισε κυβέρνηση με την ακροδεξιά.
Έτσι, η επίθεση δεν διατάραξε μόνο τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας, αλλά και τις πολιτικές σχέσεις του, αφού την ίδια ημέρα συναντήθηκε με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λαπίντ, σχετικά με τη δημιουργία μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας των κυρίαρχων κομμάτων για να καθοδηγήσει τη χώρα μέσα από τη σύγκρουση. Ο Λαπίντ δήλωσε δημοσίως ότι ζήτησε από τον Νετανιάχου να απομακρύνει τους ακροδεξιούς εταίρους του από τον συνασπισμό ως προϋπόθεση για τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όμως «ο Νετανιάχου είπε όχι, πράγμα που σημαίνει ότι σκέφτεται ήδη πώς θα κρατήσει αυτή την πλειοψηφία ενωμένη για την επόμενη ημέρα μετά τη σύγκρουση».
Αμέσως μετά τις επιθέσεις, ξέσπασε δημόσια οργή κατά των υπουργών και του ίδιου του Νετανιάχου και η οργή των πολιτών φάνηκε από τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες, όπου τέσσερις στους πέντε Ισραηλινούς δήλωσαν πως ο Νετανιάχου πρέπει να αναγνωρίσει την ευθύνη της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου.
Χαρακτηριστικά, η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών, τον κατηγόρησαν στους επικήδειους για τους νεκρούς και έχουν δημοσιευτεί φωτογραφίες με κόκκινη μπογιά που έχει αλειφθεί στα κεντρικά γραφεία του κόμματός του Λικούντ για να μοιάζει με αίμα.
Ανώτερος αξιωματούχος του Λικούντ ανέφερε ότι η μοίρα του εξαρτάται από την εξέλιξη του πολέμου με τη Χαμάς, αλλά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει ως ηγέτης του κόμματος και κατ’ επέκταση ως πρωθυπουργός. Για εκείνον είναι «το τέλος του παιχνιδιού», ανέφερε ο αξιωματούχος για να προσθέσει ότι «θα βρείτε πολύ λίγους ανθρώπους που θα έλεγαν το αντίθετο».
Πλέον, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός μάχεται για την πολιτική του επιβίωση και παρακαταθήκη, αφού όσα έκανε τόσο χρόνια, αμφισβητούνται και επικρίνονται έντονα από τον λαό του Ισραήλ, που κάποτε βρήκε την ελπίδα στο πρόσωπο του.