Στη Γαλλία των τεχνών και των γραμμάτων, των εκλεπτυσμένων γεύσεων και της φινέτσας δύσκολα θα πιστέψει κανείς ότι ευδοκίμησε μια μορφή διασκέδασης βασισμένη αποκλειστικά στα αέρια του πρωκτού. Όχι, δεν σας κάνουμε πλάκα, ούτε αναπαράγουμε κάποιο ανέκδοτο της εποχής. Ήρθε η ώρα να γνωρίσετε τον κυριότερο εκπρόσωπο αυτής της διασκέδασης που ακούει στο όνομα Ζοσέφ Πουζόλ ή όπως ήταν γνωστός σε όλο τον κόσμο Λε Πετομάν.
Ο Λε Πετομάν ήταν ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους διασκεδαστές της Γαλλίας το μακρινό 1890, ο άνθρωπος που μπορούσε να πέρδεται ασύστολα και κατά βούληση, παράγοντας διάφορες μουσικές και ήχους και διασκεδάζοντας τους Γάλλους μέχρι δακρύων. Ήταν ο άνθρωπος που συναναστρεφόταν ηγετικές μορφές των τεχνών, όπως ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ και ο Ανρί Ματίς, μια ιδιοφυία που παραδέχονταν κλασικοί γίγαντες όπως ο Μωρίς Ραβέλ και ο Γκαμπριέλ Φωρέ. Οι Γάλλοι τον λάτρευαν γιατί υπηρετούσε αυτό που έκανε με σεβασμό και με ένα και μοναδικό στόχο: να φέρει τη χαρά. Και το κατάφερνε με μεγάλη επιτυχία.
Η ανακάλυψη του ταλέντου
Γεννημένος στη Μασσαλία το 1847 ο Πουζόλ ήταν το ένα από τα πέντε παιδιά του γλύπτη Φρανσουά Παζόλ και της γυναίκας του Ροζ. Από μικρός του άρεσε να διασκεδάζει τους γονείς και τους φίλους του, χορεύοντας και τραγουδώντας. Λάτρευε να παίζει το τρομπόνι αλλά ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ένα άλλο όργανο θα τον οδηγούσε στο δρόμο της δόξας.
Όλα ξεκίνησαν στην εφηβεία κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρινού μπάνιου. Ο Πουζόλ έκανε μια βουτιά κρατώντας την αναπνοή του και ανακάλυψε πως ο πρωκτός του άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλη ποσότητα νερού. Στη στεριά μπορούσε να εκτινάξει τις ποσότητες νερού αρκετά μέτρα μακριά, το ίδιο πράγμα που λίγο αργότερα ανακάλυψε ότι μπορούσε να κάνει και με την απορρόφηση αέρα, χάρη στον αξιοσημείωτο έλεγχο που διέθετε στους κοιλιακούς του μύες. Αυτή η ικανότητα του επέτρεπε να εκτελεί διαφορετικές κάθε φορά μουσικές συνθέσεις, να μιμείται ήχους από αστραπόβροντα και κανονιοβολισμούς, ακόμα και να σβήνει κεριά από απόσταση!
Από ένα συνεσταλμένο παιδί στο σχολείο έγινε η ψυχή της τάξης για τους συμμαθητές του, που έπεφταν κάτω από τα γέλια κάθε φορά που επιδείκνυε τις σωματικές του ικανότητες. Το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε και στο στρατό, όπου του κόλλησαν το παρατσούκλι Λε Πετομάν, που στα γαλλικά προέρχεται από το ρήμα peter (κλάνω) και την κατάληξη mane (μανία).
Τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία επέστρεψε στη Μασσαλία και άνοιξε ένα φούρνο για να βγάζει τα προς το ζην. Διάσημος για τα λαχταριστά μάφιν που έφτιαχνε απέκτησε γρήγορα πολλούς πελάτες και έγινε αγαπητός στη γειτονιά. Το αίσθημα του ανικανοποίητου ήταν πολύ έντονο και έτσι το κλείσιμο του αρτοποιείου ήταν μονόδρομος για τον Πουζόλ. Το 1887 αποφάσισε να αξιοποιήσει επαγγελματικά τις εξαιρετικές του ικανότητες στις πορδές και ξεκίνησε τις παραστάσεις. Αρχικά το κοινό του τον αντιμετώπισε με σκεπτικισμό, αλλά σύντομα τον λάτρεψε. Μετά από πέντε χρόνια παραστάσεων άνοιξε ο δρόμος για το πολυθρύλητο καμπαρέ Μουλέν Ρουζ.
Οι εμφανίσεις στο Μουλέν Ρουζ, η απόσυρση και το τέλος
«Κυρίες και κύριοι, έχω την τιμή να σας παρουσιάσω μια παράσταση του Λε Πετομάν». Αυτή η εισαγωγή έγινε στην πρεμιέρα του στο Μουλέν Ρουζ μια νύχτα του 1892, που έμελλε να τον μετατρέψει σε σταρ της εποχής.
Με επίσημη ενδυμασία που αποτελούνταν από μια σατέν μαύρη βράκα και λευκά γάντια ο Πουζόλ καλησπέρισε το κοινό του και έσπευσε να τους ενημερώσει ότι οι πορδές που θα παρήγαγε ήταν παντελώς άοσμες, καθώς έκανε πέντε κλύσματα την ημέρα για να διατηρεί σε καλή κατάσταση το έντερό του, προσέχοντας παράλληλα και τη διατροφή του.
Οι θεατές δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα ακολουθούσε. Οι πορδές του αναπαρήγαγαν οπερατικές συνθέσεις όπως το «O sole mio», ενώ συνδέοντας τον πρωκτό του με μία οκαρίνα (πνευστό μουσικό όργανο) μπορούσε να παίξει τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, τη Μασσαλιώτιδα. Δεν έλειπαν βέβαια και τα τρικ όπως το σβήσιμο των κεριών με πορδή από πολύ μεγάλη απόσταση.
Η παράσταση έκανε τεράστια επιτυχία. Οι γυναίκες έφταναν σε σημείο λιποθυμίας από το συνδυασμό του γέλιου και των στενών κορσέδων, ενώ δεν έλειψε και ένας θάνατος άνδρα που έπαθε καρδιακή προσβολή.
Ο Πουζόφ παρέμεινε στο Μουλέν Ρουζ για τρία χρόνια, δίνοντας συχνά και πριβέ παραστάσεις για τους άνδρες αριστοκράτες που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι όλο αυτό δεν ήταν παρά μια μεγάλη απάτη. Σε αυτές τις ιδιωτικές παραστάσεις δεν έλειπαν και εκλεκτοί θεατές όπως ο βασιλιάς Εδουάρδος Η’ του Ηνωμένου Βασιλείου και ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου.
Η συνεργασία όμως με το γνωστό καμπαρέ κατέληξε άδοξα. Η παράσταση που έδωσε ο Πουζόλ σε ένα πανηγύρι θεωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη του καμπαρέ ως παραβίαση της συμφωνίας τους, με αποτέλεσμα να καταθέσει μήνυση εναντίον του Πουζόλ. Ο γνωστός περδιστής έχασε την υπόθεση στα δικαστήρια και αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του περιπλανώμενο θίασο τον οποίο ονόμασε «Theatre Pompadour». Περιστοιχισμένος από μια πληθώρα μάγων, μίμων και κλόουν προσπάθησε να καλλωπίσει τις παραστάσεις του, εισάγοντας ακόμα και ποίηση, διατηρώντας φυσικά ως κύριο κορμό τους τις πορδές.
Ο Τύπος της εποχής είχε στην κυριολεξία τρελαθεί με τον μοναδικό διασκεδαστή. Τα πρωτοσέλιδα εκδίδονταν με πηχιαίους τίτλους όπως «Το κέρδος δεν μυρίζει» ή «Η μία πορδή κυνηγάει την άλλη» και ο ιδιοκτήτης του Μουλέν Ρουζ δεν μπορούσε να συνέλθει βλέποντας τα ταμεία του άδεια και την καλή του φήμη να χάνεται, καθώς στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει τον Πουζόλ έφερε μια αντίστοιχη διασκεδάστρια στη θέση του, η οποία αποδείχτηκε απάτη.
Ο Λε Πετομάν συνέχισε να διασκεδάζει το κοινό του μέχρι το 1914, όταν και ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τρομοκρατημένος από τη βαρβαρότητα του πολέμου και βλέποντας τους γιους του να τραυματίζονται στη μάχη αποσύρθηκε από διασκεδαστής, επέστρεψε στη δουλειά του αρτοποιού και στη συνέχεια άνοιξε ένα εργοστάσιο μπισκότων στην Τουλόν.
Πέθανε το 1945 σε ηλικία 88 ετών και θάφτηκε στο κοιμητήριο του La Valette-du-Var. Μετά το θάνατό του το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης προσέφερε στην οικογένειά του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να πάρει το σώμα του και να το μελετήσει. Η οικογένεια αρνήθηκε. «Υπάρχουν κάποια πράγματα στη ζωή που πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευλάβεια» ήταν η απάντησε στην πανεπιστημιακή κοινότητα.