Η καρέκλα του προπονητή είναι πάντα «ηλεκτρική». Ο βαθμός δυσκολίας στο να τα καταφέρει ένας τεχνικός να… επιβιώσει, εξαρτάται από το έργο που καλείται να φέρει εις πέρας, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από τη νοοτροπία που κυριαρχεί στη χώρα που εργάζεται, με τη δική μας να έχει παράδοση στις γρήγορες λύσεις συνεργασίας.
Ενδεικτική είναι η τελευταία μελέτη του CIES, του Διεθνούς Κέντρου Αθλητικών Σπουδών, που εδρεύει στο Νοσατέλ της Ελβετίας και δημιουργήθηκε σε συνεργασία της FIFA και το πανεπιστήμιο της πόλης, σε 84 κορυφαία πρωταθλήματα παγκοσμίως για το συγκεκριμένο διάστημα.
Η Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η Super League βρίσκεται στη 18η θέση στον κόσμο και 5η στην Ευρώπη, στον πίνακα που απεικονίζει τις αλλαγές προπονητών, από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2019.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο μέσος αριθμός προπονητών ανά ομάδα που είναι υπεύθυνος για τουλάχιστον τρεις αγώνες πρωταθλήματος, κυμαίνεται από 9,1 στη Βολιβία έως 2,6 στη Σουηδία. Κατά μέσο όρο στον κόσμο, ένας προπονητής ήταν στον πάγκο σε 40,6 παιχνίδια. Στην ελληνική Super League (στην έρευνα συμμετείχαν 11 ομάδες που σε αυτό το διάστημα ήταν στην Α΄κατηγορία) ο συντελεστής είναι στο 5,6.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η υψηλότερη τιμή καταγράφηκε για την ομάδα της Βολιβίας, Ρεάλ Ποτόσι, που απασχόλησε 20 διαφορετικούς προπονητές για τουλάχιστον τρεις αγώνες πρωταθλήματος μεταξύ 2015 και 2019. Κατά μέσο όρο, ήταν υπεύθυνοι για 11.3 παιχνίδια. Μόλις 30 σύλλογοι από τους 766 που ερευνήθηκαν, χρησιμοποίησαν μόνο έναν προπονητή κατά την διάρκεια της πενταετούς περιόδου που μελετήθηκε.
Όλες οι ομάδες των πέντε κορυφαίων πρωταθλημάτων, είχαν τουλάχιστον δύο προπονητές κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου.