Για άλλη μια φορά το ιταλικό ποδόσφαιρο βρέθηκε στο επίκεντρο για τους λάθος λόγους. Η ρατσιστική επίθεση των οπαδών της Βερόνα στον Μάριο Μπαλοτέλι στο ματς με την Μπρέσια αποκάλυψε για άλλη μια φορά πως το ποδόσφαιρο στην γειτονική χώρα είναι έντονα πολιτικοποιημένο και πως έχουν παρεισφρήσει ακραίες πολιτικές, ολοκληρωτικές, δηλαδή φασιστικές. Ετσι, δεν προκάλεσε καμία έκπληξη όταν αποκαλύφθηκε πως ο επικεφαλής των Ultras της Βερόνα, Λούκα Καστελίνι, ο οποίος είχε δηλώσει ότι γι αυτούς ο Μπαλοτέλι δεν θα είναι ποτέ Ιταλός, είναι μέλος του ακροδεξιού νεοφασιστικού κόμματος New Force (Forza Nuova). Αυτό όμως ήταν σχεδόν πάντα το ποδόσφαιρο για την Ιταλία, το τέλειο όπλο χειραγώγησης ενός λαού.
Μπολόνια, μια πόλη γεμάτη ιστορία
Όταν κάποιος σκέφτεται τουρισμό και Ιταλία το μυαλό του αμέσως πάει στην Ρώμη με το Κολοσσαίο και την Φοντάνα Ντι Τρέβι, στην Φλωρεντία της Αναγέννησης και των Μεδίκων, αλλά και στην Βενετία με τις γόνδολες. Κάθε περιοχή της Ιταλίας όμως κουβαλάει την δική της ιστορία, και μια πόλη που θα πρέπει κάποιος να επισκεφτεί είναι η πρωτεύουσα της Εμίλια Ρομάνια, η Μπολόνια. Μπορεί να μην είναι φαντασμαγορική όπως η Φλωρεντία ή να έχει την ιστορία της «Αιώνιας Πόλης», αλλά η Μπολόνια κουβαλάει την δικιά της ιστορία που ξεπερνάει τα 1000 χρόνια. Μια πόλη που είναι γνωστή για τους πύργους της και τις στοές της (portici), που φτάνουν τα 38 χιλιόμετρα στο ιστορικό κέντρο και την κάνουν μοναδική πόλη στον κόσμο με το κέντρο να αποτελείται εξ ολοκλήρου από στοές.
Ο κόσμος όμως την γνωρίζει με τα τρία της παρατσούκλια: Η Λόγια (La Dotta) λόγω του αρχαιότερου πανεπιστημίου της Ευρώπης το οποίο ιδρύθηκε το 1088, η Χοντρή (La Grassa) λόγω της τρομερής κουζίνας της, αλλά και ως η Κόκκινη (La Rossa) λόγω της η απόχρωσης που εκπέμπει, αλλά και ότι αποτελεί ιστορικό προπύργιο της Αριστεράς. Για χρόνια η Μπολόνια αποτέλεσε πρότυπο καλής διακυβέρνησης που συνδύαζε άριστα κομουνιστική ιδεολογία και καπιταλιστικό σύστημα διακυβέρνησης, δύο έννοιες εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. βέβαια, αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν της θα δει τον αριστερό της χαρακτήρα, από την εποχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τις ελευθερίες που είχε, ενώ στη συνέχεια και από τον 12ο αιώνα όταν κι έγινε ένας βιομηχανικός κόμβος της εποχής είδε να δημιουργούνται τα πρώτα εργατικά κινήματα.
Στην πόλη αυτή, έχουν γραφτεί κάποιες από τις πιο σημαντικές στιγμές της ιταλικής πολιτικής σκηνής και ιστορίας όπως η διάλυση του PCI (Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας) το 1989 από τον Ακίλε Οτσέτο, αλλά και η χρησιμοποίηση της ποδοσφαιρικής ομάδας από τον Μπενίτο Μουσολίνι ως μέσο χειραγώγησης των πολιτών. Η ποδοσφαιρική Μπολόνια την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η κορυφαία ομάδας της Ιταλίας έχοντας κερδίσει από το 1924 έως το 1941 έξι scudetto, δύο Mitropa Cup, αλλά και ένα Coupe des Nations (μια διοργάνωση προάγγελος του Κυπέλλου Πρωταθλητριών), διαθέτοντας στις τάξεις της οτι καλύτερο υπήρχε στην Ιταλία.
Ο Ιταλός δικτάτορας γρήγορα συνειδητοποίησε ότι το ποδόσφαιρο ήταν το ιδανικό μέσο για να εξασφαλίσει λαϊκή υποστήριξη για το φασιστικό του κίνημα. Άλλωστε, ορισμένες πτυχές του ποδοσφαίρου ταίριαζαν απόλυτα με ορισμένες εκφάνσεις του φασισμού. Ως ομαδικό άθλημα, είχε ως πρωταρχική έννοια την πειθαρχία, την συμμετοχή και την συλλογικότητα. Ειδικότερα εκείνη την εποχή, ο αθλητισμός γενικότερα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μια ιδανική διέξοδος για μια χώρα που προσπαθούσε να αποκτήσει μια εθνική συνοχή.
Λεάντρο Αρπινάτι, ο άνθρωπος πίσω από όλα
Ενας από τους συνεργάτες του «Ντούτσε», ο Λεάντρο Αρπινάτι αντιπρόεδρος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, και φανατικός οπαδός των «ροσομπλού», είδε στο πρόσωπο της αγαπημένης του ομάδας ένα όπλο για την εδραίωση του φασισμού στην Ιταλία. Ο Αρπινάτι μπορεί να μην είχε ποτέ κάποιο επίσημο πόστο στον σύλλογο, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο στην ομάδα, αλλά και στην μετεξέλιξη του ιταλικού ποδοσφαίρου. Κάτω από την εποπτεία του στην Μπολόνια είχε μαζευτεί η αφρόκρεμα των ποδοσφαιριστών, διαθέτοντας μια τριάδα στην επίθεση, τους Σκιάβιο, Περίν και Ντέλα Βάλε, με στόχο να κλέψει τα πρωτεία από την άλλη μεγάλη ομάδα εκείνη την εποχή, την Τζένοα, η οποία ετοιμαζόταν για το πρώτο αστέρι στην φανέλα της (δέκα πρωταθλήματα).
Η Μπολόνια θα λάμβανε μέρος στην Lega Nord (λίγκα του Βορρά) η οποία όμως ξαφνικά χωρίστηκε σε δύο μικρότερες λίγκες με τις φήμες να κάνουν λόγο για παρέμβαση του Αρπινάτι για να μην βρεθεί μαζί με την Τζένοα. Και πράγματι η Μπολόνια καταφέρνει να βρεθεί πρώτη στην λίγκα της, έστω και αν οφειλόταν στην ήττα της Γιουβέντους από την Προ Βετσέλι. Στην άλλη λίγκα όπως ήταν το αναμενόμενο πρώτη τερμάτισε η πρωταθλήτρια Τζένοα η οποία στηριζόταν στον Τσέζαρε Αλμπέρτι, τον οποίο η Μπολόνια τον είχε αφήσει ελεύθερο μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό θεωρώντας ότι δεν θα ξαναπαίξει ποδόσφαιρο.
Ο Αλμπέρτι όμως δύο χρόνια μετά όχι μόνο είχε επιστρέψει, αλλά και ήταν αποφασισμένος να πάρει κατά κάποιο τρόπο την εκδίκησή του και παραλίγο να τα καταφέρει όταν στον πρώτο τελικό μέσα στο σπίτι της πρώην του ομάδας, πετυχαίνει το νικητήριο γκολ δίνοντας τη νίκη στην ομάδα του με 2-1. Μια εβδομάδα αργότερα στην Γένοβα είχε στηθεί πανηγύρι αφού όλοι θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη και στο δεύτερο ματς με αποτέλεσμα οι Γενοβέζοι να μπούνε χαλαρά και την Μπολόνια να κάνει την έκπληξη και να κερδίζει με 2-1, ισοφαρίζοντας το σκορ του πρώτου αγώνα. Αυτό σήμαινε τρίτο τελικό σε ουδέτερη έδρα, στο Μιλάνο. Η ανωτερότητα της Τζένοα ήταν ξεκάθαρη και φάνηκε από το γεγονός πως βρέθηκε στο ημίχρονο μπροστά στο σκορ με 2-0. Η Μπολόνια έδειχνε ανήμπορη να αντιδράσει μέχρι να γίνει το περιστατικό που όχι μόνο θα άλλαζε την εικόνα του αγώνα, αλλά και του ίδιου του πρωταθλήματος.
Σε μια επιθετική προσπάθεια της Μπολόνια, ο τερματοφύλακας της Τζένοα, Τζιοβάνι Ντε Πρα, διώχνει σε κόρνερ το σουτ Μουτζιόλι. Κόρνερ για τους περισσότερους, αλλά όχι για τους οπαδούς της Μπολόνια, οι οποίοι μαζί με ορισμένους μελανόχιτωνες (μέλη της παραστρατιωτική οργάνωση του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος) περικύκλωσαν τον διαιτητή λέγοντάς του πως η μπάλα είχε μπει στα δίχτυα αλλά λόγω τρύπας στα δίχτυα είχε βγει έξω από το τέρμα. Η πίεση του, ειδικά των μελανοχιτώνων ήταν τέτοια που ανάγκασε τον ρέφερι να κατοχυρώσει το γκολ, και για να ηρεμήσει τους παίκτες της Τζένοα που αντέδρασαν, ενημέρωσε τον αρχηγό των Γενοβέζων Ρέντζο Ντε Βέκι πως θα καταγράψει το περιστατικό στο φύλλο αγώνα και θα δικαιωθούν. Αυτό καθησύχασε τους παίκτες της Τζένοα η οποίοι κατέβασαν ταχύτητα με αποτέλεσμα να έρθει και το 2-2. Σύμφωνα με τον κανονισμό εάν το ματς έληγε ισόπαλο οι δύο ομάδες θα έπρεπε να οδηγηθούν στην παράταση κάτι που προκάλεσε την αντίδραση της Τζένοα η οποία άρχισε να καταλαβαίνει πως δεν υπήρχε περίπτωση να δικαιωθεί για το αντικανονικό γκολ.
Και οι ίδιοι το κατάλαβαν λίγες ημέρες αργότερα όταν στην έκθεσή του ο διαιτητής δεν αναφέρθηκε καθόλου στο συμβάν αναφέροντας απλά το τελικό σκορ μετά από πιέσεις που δέχτηκαν οι υπεύθυνοι από τον Αρπινάτι. Ακολούθησε τέταρτο ματς για να κριθεί ο πρωταθλητής της Lega Nord. Και αυτό όμως έληξε ισόπαλο, 1-1 αυτή την φορά, με το ματς όμως να σημαδεύεται από βίαια επεισόδια μεταξύ των οπαδών με ορισμένους να χρησιμοποιούν ακόμα και όπλα. Οπως ήταν λογικό τα επεισόδια αυτά συντέλεσαν στην επ ‘αόριστον αναστολή του πρωταθλήματος μέχρι τα πράγματα να ηρεμήσουν. Και κάπου εκεί αναλαμβάνει δράση ο Αρπινάτι.
Με διάφορες υπόγειες ενέργειες καταφέρνει να πετύχει την άρση της απαγόρευσης και να ορίζεται ένα πέμπτο ματς μεταξύ των δύο ομάδων για τις 9 Αυγούστου του 1925 και στις 7 το πρωί σε ένα μικρό γήπεδο στο Βιτζεντίνο λίγο έξω από το Μιλάνο. Ο Αρπινάτι είχε ενημερώσει εγκαίρως την Μπολόνια για να είναι έτοιμη για το ματς την ώρα που οι άνθρωποι της Τζένοα ενημερώθηκαν λίγες ώρες πριν την διεξαγωγή του αγώνα. Οι περισσότεροι παίκτες της είχαν αναχωρήσει για διακοπές κι έγινε μια τεράστια προσπάθεια να τους φέρουν πίσω, χωρίς όμως να έχουν την δυνατότητα να προετοιμαστούν για την αναμέτρηση όπως είχε η Μπολόνια. Την ίδια ώρα στις εξέδρες του γηπέδου η πλειοψηφία των θεατών ήταν μελανοχίτωνες μετά από εντολή του Νο2 του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Μπολόνια πήρε τη νίκη με 2-1 και αναδείχτηκε πρωταθλήτρια της Λίγκας του Βορρά, και ουσιαστικά και όλης της Ιταλίας για πρώτη φορά στην ιστορία της, αφού οι ομάδες της Λίγκας του Νότου ήταν κατώτερης δυναμικότητας κάτι που φάνηκε με τις δύο νίκες επί της Αλμπα Ρόμα με συνολικό σκορ 6-0 (4-0 εντός και 2-0 εκτός).
Ενα εργαλείο προπαγάνδας
Τα όσα έλαβαν χώρα εκείνη την χρονιά στα ιταλικά γήπεδα ανέδειξαν τόσο την δημοτικότητα του αθλήματος αλλά και ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια αδιαμφισβήτητη πρωταρχική δραστηριότητα αναψυχής ενός ολόκληρου έθνους αλλά και ένα τέλειο προπαγανδιστικό όπλο για το καθεστώς. Ετσι, ο Μουσολίνι αποφασίζει μια σειρά από αλλαγές. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε η Carta di Viareggio η οποία έφερε την επανάσταση στο calcio. Το έγγραφο αυτό όριζε ότι οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να αναγνωριστούν ως «μη ερασιτέχνες», ανοίγοντας τον δρόμο για τον πλήρη επαγγελματισμό του αθλήματος, ενώ πλέον έμπαινε πλαφόν στις ομάδες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν στην σύνθεσή τους μέχρι δύο ξένους. Την ίδια ώρα εγκαταλείπεται το μοντέλο με τις δύο λίγκες και δημιουργείται ένα ενιαίο πρωτάθλημα, η Serie A, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του αθλήματος χτίζονται εντυπωσιακά στάδια και σύλλογοι όπως η Τζένοα και η Ίντερ αναγκάζονται να αλλάξουν όνομα, ενώ άλλες μικρότερες ομάδες όπως αυτές της Φλωρεντίας αναγκάζονται να ενωθούν για να δημιουργήσουν έναν σύλλογο που θα εκπροσωπεί την πόλη. Και όλα αυτά στον βωμό της Italianità (της ιταλικοτότητας).
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που είχε επωμιστεί αυτό το έργο; Μα ποιος άλλος από τον Λεάντρο Αρπινάτι. Ο Αρπινάτι, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής, ορίστηκε από τον Μουσολίνι το 1926 πρόεδρος της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, με στόχο να προβεί στις αλλαγές αυτές. Και η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει περίφημα σε σημείο που αρχίζει να ενοχλεί τον Ντούτσε. Συνεργάτες του Μουσολίνι βλέποντας να αυξάνεται η δύναμη του Αρπινάτι τον κατηγορούν ότι αυτός βρισκόταν πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του Ιταλού δικτάτορα στο γήπεδο της Μπολόνια το 1926, αλλά και ότι πλέον είναι εχθρός του καθεστώτος. Το 1934 μπαίνει στην φυλακή ενώ ακολουθεί και κατ’ οίκον περιορισμός μέχρι και το 1940 όταν ο Μουσολίνι αποφασίζει να του απονείμει χάρη. Το τέλος του όμως ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Μια ημέρα μετά την απελευθέρωση της Μπολόνια από τους Συμμάχους, στις 21 Απριλίου του 1945, το δεξί χέρι του Μουσολίνι δολοφονείται από Ιταλούς κομμουνιστές για τα όσα είχε κάνει στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας.
Μετά τον πόλεμο η Μπολόνια δεν κατάφερε ποτέ να επανέλθει στο επίπεδο που ήταν στον Μεσοπόλεμο, με εξαίρεση κάποιες μικρές εκλάμψεις όπως το πρωτάθλημα του 1964 και τα Κύπελλα Ιταλίας του 1970 και 1974. Το ίδιο ακριβώς και η Τζένοα η οποία επίσης στην ανυποληψία. Παρόλα αυτά, η αντιπαλότητα εκείνης της χρονιάς δεν ξεχάστηκε ποτέ στην Ιταλία αφού αποτέλεσαν την αιτία για να αλλάξει για πάντα το ποδόσφαιρο στην χώρα.
Πηγή: gazzetta.gr