Στα παγωμένα βράδια που φλέρταρε με τον θάνατο, του άρεσε να επαναλαμβάνει εκείνη την ιστορία, η οποία ήταν λες και του έδινε λίγη ακόμα δύναμη για να ζήσει. Οσοι ήταν κοντά, έτρεχαν γύρω από τον Αρπάντ Βάις για να την ακούσουν ξανά και ξανά, ταξιδεύοντας μέσα από τη φωνή του στην όμορφη εποχή πριν τον πόλεμο. Ηταν η αφήγηση για το πώς είχε δει πιτσιρικά και αμούστακο ακόμα τον Τζουζέπε Μεάτσα και πώς τον είχε μετατρέψει εκείνος στον ίσως κορυφαίο Ιταλό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.
«Ηταν μόλις 16 ετών και κοκαλιάρης. Εγώ ήμουν προπονητής της Ιντερ. Από την πρώτη επαφή του με την μπάλα, κατάλαβα. Αυτός ο μπέμπης δεν ήταν σαν τους άλλους. Αμέσως κανόνισα να ανέβει στην πρώτη ομάδα, αλλά ήταν τεμπελάκος και ήθελε να πάει να δουλέψει σε εργοστάσιο. Του δώσαμε λίγα χρήματα, του βγάλαμε πρόγραμμα με πιο πολύ κρέας, για να παχύνει κάπως και τον ανέλαβα προσωπικά. Επειτα από κάθε αγώνα, τον κρατούσα και τον έβαζα να σουτάρει σε έναν τοίχο με το κακό πόδι του. “Γιατί κρατάς μόνο εμένα”, με ρωτούσε κι εγώ του εξηγούσα πολύ απλά ότι: “Μα επειδή εσύ αξίζεις περισσότερο απ’ όλους τους άλλους”».
Ο Αυστριακός προπονητής ήταν ακόμα 32 ετών, όταν ανέλαβε την Ιντερ το 1926 (σ.σ.: την καθοδήγησε σε τρεις διαφορετικές περιόδους: 1926-’28, 1929-’31, 1932-’34) και μαζί της κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1930. Ο Αρπάντ είχε ξεκινήσει ως τεράστιο ταλέντο και με την Εθνική Αυστρίας, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός τον άφησε εκτός γηπέδων σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, μπαίνοντας άμεσα στην προπονητική, έφερε επαναστατικές μεθόδους στην Ιταλία και έμεινε στην ιστορία του Calcio.
Ηταν ο πρώτος τεχνικός που έβγαλε το σακάκι και την γραβάτα και μπήκε με σορτσάκι στο γήπεδο, για να προπονηθεί με τους παίκτες του. Προσέλαβε ειδικούς για τη διατροφή, κανόνιζε να έχει συγκεκριμένο ύψος το χορτάρι και πήρε το θρυλικό σύστημα WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν της Αρσεναλ, για να το εφαρμόσει με τους Νερατζούρι και να σηκώσει την κούπα. Εκεί όμως που τρέλανε τους πάντες, ήταν όταν μετακόμισε στην Μπολόνια και πήρε ξανά το Σκουντέτο δύο φορές (1936, 1937). Στη μεγαλύτερη στιγμή του, σε φιλικό στο Παρίσι το 1937, την οδήγησε στο να συντρίψει 4-1 την Τσέλσι, κάτι που εκείνη την εποχή έμοιαζε μυθικό απέναντι σε αγγλική ομάδα.
Το 1938 όμως θα ξεκινούσε το δράμα. Η φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι δεν θα μπορούσε να τον αποδεχτεί άλλο σαν Εβραίο. Του απαγορεύτηκε να προπονεί, ενώ τα παιδιά του εκδιώχθηκαν από το σχολείο. Ηξερε ότι έπρεπε να φύγει. Μετακόμισε στο Παρίσι κι από εκεί στην Ολλανδία. Μόνο που το κακό τον βρήκε κι εκεί, καθώς καταλάμβαναν τη χώρα οι Ναζί. Η οικογένεια κατάφερε να κρυφτεί έως τον Αύγουστο του 1942. Τότε τους συνέλαβαν, τους χώρισαν και η γυναίκα του, Ελενα, με τα δύο παιδιά, Κλάρα και Ρομπέρτο θα πέθαιναν ένα μήνα αργότερα στους θαλάμους αερίων.
Ο ίδιος θα άντεχε περισσότερο. Για 16 μήνες στο Αουσβιτς θα μιλούσε διαρκώς για τα μεγαλεία του Calcio, κάνοντας τους όλους να δραπετεύουν έστω και νοερά από την απάνθρωπη πραγματικότητα. Στις 31 Ιανουαρίου του 1944 θα τον έβρισκαν νεκρό από το κρύο και τις κακουχίες σε ηλικία 48 ετών. Το κορμί του δεν θα μπορούσε να παλέψει παραπάνω. Θα ήταν όμως εκείνη η ιστορία για τον Μεάτσα και η εποχή του εκείνος σημάδεψε στο ιταλικό ποδόσφαιρο, που θα έκανε τον Αρπάντ Βάις αθάνατο στα κιτάπια του Campionato και θα οδηγούσε τις δύο μεγάλες αγάπες του, Ιντερ και Μπολόνια να στήσουν ετήσιο φιλικό, τιμώντας την αιώνια μνήμη του.
Πηγή: gazzetta.gr