«Άλλες χώρες έχουν την ιστορία τους. Η Ουρουγουάη έχει το ποδόσφαιρο». Η φράση αυτή είναι χαρακτηριστική στη Λατινική Αμερική και περιγράφει λιτά αλλά ουσιαστικά την εικόνα της Σελέστε. Μια χώρα με πληθυσμό λίγο πάνω από τα τρία εκατομμύρια στην εποχή μας, η οποία κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 και του ’28, καθώς και το πρώτο Μουντιάλ που διοργανώθηκε ποτέ, εξ’ ορισμού έχει τη δική της σφραγίδα στο Παγκόσμιο Ποδόσφαιρο. Όταν ευθύνεται και για τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική τραγωδία της Βραζιλίας, το περίφημο Μαρακανάσο το ’50, διπλασιάζοντας παράλληλα τα Μουντιάλ της, το πράγμα γίνεται πιο σοβαρό. Η Ουρουγουάη έμεινε αήττητη σε αγώνες Παγκόσμιου Κυπέλλου μέχρι το ’54, όπου λύγισε στους ημιτελικούς από την μεγάλη Ουγγαρία. Το 1970 έφτασε στους ημιτελικούς κι από εκεί και πέρα ξεκίνησε η παρακμή, η οποία διεκόπη μόνο από το Copa America του 1995. Έμελλε την επόμενη χρονιά να επιστρέψει στον πάγκο της ένας άνθρωπος που είχε μελετήσει το ποδόσφαιρο από διαφορετική σκοπιά, για να επαναφέρει τη μικρή χώρα με τη μεγάλη ποδοσφαιρική ιστορία στις επιτυχίες. Ο Όσκαρ Ταμπάρες, ο οποίος έχει διαγνωσθεί με το σπάνιο σύνδρομο ο Guillain-Barré, πλέον χρειάζεται κάποιες μέρες να προπονεί από αναπηρικό αμαξίδιο. «Όσο λειτουργεί το μυαλό μου θα είμαι εδώ», δήλωσε ο ίδιος, αφού το γήπεδο αποτελεί στην κυριολεξία το οξυγόνο του. Οι περισσότεροι τον θυμούνται στον πάγκο της Σελέστε που στο Μουντιάλ του 2010 έφτασε στα ημιτελικά του Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. «Όταν ανέλαβα το 2006 ήταν πραγματικά δύσκολο ακόμα και το να βρούμε αντίπαλο. Δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Ήμασταν σχεδόν μηδενικά ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο. Δεν προκριθήκαμε για το Παγκόσμιο Κύπελλο και η ομάδα δεν έπαιζε φιλικά προετοιμασίας. Έπρεπε να ταξιδέψουμε στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου απλά για να αγωνιστούμε». Πριν ξεκινήσει την καριέρα του στους πάγκους, ο Ταμπάρες συνδύασε την μάλλον άσημη καριέρα του ως παίκτης με τη διδασκαλία. Ήταν παθιασμένος με τους δύο αυτούς τομείς, οι οποίοι μετά από 36 χρόνια καριέρας του έφεραν το προσωνύμιο δάσκαλος. Προτού αρχίσει τη δεύτερη θητεία του στον πάγκο της εθνικής, μελέτησε διεξοδικά της επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης στο ποδόσφαιρο της χώρας του. Μέσω της μελέτης του αυτής, αισθάνθηκε ότι η ανάγκη για επένδυση σε όλο το σύστημα εθνικών ομάδων της χώρας ήταν πλέον μονόδρομος. Η δουλειά του αποκαλέστηκε «μέθοδος Ταμπάρες». Περιγράφει την ομαλή μετάβαση από όλες τις μικρές ομάδες μέχρι την ετοιμότητα για την ένταξη σε αυτή των ανδρών, ανεξάρτητα από την πορεία σε συλλογικό επίπεδο, γύρω από τρεις άξονες. Το παιχνίδι, το αποτέλεσμα και τη συμπεριφορά. Ξεκίνησε χτίζοντας όλες τις ομάδες, από την πιο νεανική μέχρι την πρώτη, γύρω από ένα 4-3-3 με έμφαση στην πίεση και την κατοχή. Γρήγορα, ωστόσο, ορμώμενος από τον ρεαλισμό, λάξευσε τη Σελέστε στις αρχές που κέρδισαν τους ουδέτερους τα τελευταία χρόνια. Μια ομάδα refuse to lose, που βγαίνει στο γήπεδο γνωρίζοντας ότι οι απέναντι μπορεί να έχουν περισσότερο ταλέντο, αλλά οι παίκτες του είναι βέβαιοι ότι μπορούν να την νικήσουν. Με σεβασμό στην ιστορία και τις ποδοσφαιρικές τους αρχές, χωρίς ωστόσο να γίνονται αφελείς όταν βρίσκουν απέναντί τους ισχυρότερους αντιπάλους. Και καλλιεργώντας τους από μικρή ηλικία τον μεταξύ τους σεβασμό και την αφοσίωση στην εθνική ομάδα, που σημαίνει τόσα για τους συμπατριώτες τους. Ο ίδιος ο Ταμπάρες θυμήθηκε πριν το καλοκαίρι ένα πολύ ενδιαφέρον στατιστικό που ίσχυε από το 2010. Σε κάθε ματς για έξι χρόνια ο αντίπαλος είχε περισσότερη κατοχή, αλλά η Ουρουγουάη περισσότερα σουτ. Η μέθοδος του έγινε κτήμα από μικρές ηλικίες. Κάθε παίκτης, ακόμα κι αν είχε φύγει από τη χώρα πριν την ενηλικίωσή του, καταλάβαινε από την αρχή τις αρχές και τη φιλοσοφία γύρω από την οποία έπρεπε να δουλέψει για να καθιερωθεί. Με τον τρόπο αυτό προετοίμασε τον Καβάνι, τον Κάσερες και κυρίως τον Λουίς Σουάρες, τον οποίο στο ξεκίνημα της καριέρας του στην Νασιονάλ οι συμπατριώτες του δεν πίστευαν ότι μπορεί να εξελιχθεί στον πιο πλήρη επιθετικό της εποχής μας. Τον βοήθησε να αποβάλει το άγχος του για τις χαμένες ευκαιρίες και να ξεπεράσει τα κρούσματα απειθαρχίας. Μην ξεχνάμε, ότι είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος που ανέδειξε στη Μπόκα τον πραγματικό εαυτό του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, τον οποίο ο Πασαρέλα αδυνατούσε να κατανοήσει. Φυσικά, δεν βασίστηκε μόνο στη φιλοσοφία. Η παρουσία της Ουρουγουάης στο Μουντιάλ του 2010 και στο Copa America του 2011 συνδυάστηκε με την συνεχή χρήση των στατιστικών από τον Όσκαρ Ταμπάρες, χρησιμοποιώντας μία τεχνολογία συλλογής δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, την οποία εμπνεύστηκαν φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Μοντεβιδέο! Επικαλούμενος την μετάβαση, ο έμπειρος τεχνικός θυμήθηκε μια επιστολή που του έγραψε μια γυναίκα σχεδόν 90 χρονών μετά την κατάκτηση του Copa America το 2011. Του είπε ότι ποτέ της δεν της άρεσε το ποδόσφαιρο, ωστόσο αναγκάστηκε να αλλάξει άποψη στα γεράματα, όταν ένιωσε τον ενθουσιασμό και την αγάπη των ανθρώπων που είχαν βγει στο δρόμο να πανηγυρίσουν. «Δεν θέλω να φανεί ότι γκρινιάζω, αλλά είμαστε μια μικρή χώρα, έχουμε λίγους ποδοσφαιριστές. Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά η Ουρουγουάη διαθέτει μια από τις πιο σημαντικές ποδοσφαιρικές κουλτούρες στον κόσμο. Όταν λέω ποδοσφαιρική κουλτούρα, εννοώ όταν η εθνική ομάδα είναι μέρος της εθνικής ταυτότητας. Απλά δείτε τις αντιδράσεις όταν επιστρέψαμε από τη Νότια Αφρική το 2010, όπου όλοι, από μικρά παιδιά μέχρι γέρους, γιόρταζαν». Η ερμηνεία της επιστολής αυτής, μαζί με την κοσμοθεωρία του για το ποδόσφαιρο, δείχνουν το πνεύμα γύρω από το οποίο καθοδήγησε τη δική του εθνική: «Είμαι άνθρωπος του ποδοσφαίρου, αλλά κατανοώ ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα από το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν όμως και πράγματα που μπορούν να βοηθηθούν από αυτό. Ο αθλητισμός μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην υγεία και την εκπαίδευση, δύο τομείς που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη και όχι με τον πλούτο. Το ποδόσφαιρο οφείλει να βοηθάει τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους στην ένταξή τους στην κοινωνία, να συνεισφέρει στην ισότητα των ευκαιριών, να αποτελέσει οδηγό για τις κυβερνητικές πολιτικές, να καταπολεμήσει την αδράνεια». Ο Ταμπάρες συνέδεσε ξανά το ποδόσφαιρο με την κοινωνία, το έφερε στο προσκήνιο της ταυτότητας των Ουρουγουανών. Φέτος το καλοκαίρι, μετά τις δύο ήττες στο Copa America από το Μεξικό και τη Βενεζουέλα, άκουσε τους ρεπόρτερ να τον ρωτούν αν ήρθε η ώρα να αντικατασταθεί, μόλις μια μέρα πριν ισοφαρίσει το ρεκόρ του μακροβιότερου προπονητή σε πάγκο εθνικής ομάδας. «Το να απολύεις κάποιον για μερικά αποτελέσματα, δεν είναι υγιές», απάντησε. Ανάλογη ήταν η απάντησή του και μετά τις έξι νίκες στα εννιά πρώτα ματς των προκριματικών του Μουντιάλ, που έκαναν τους Ουρουγουανούς να θεωρήσουν το καλοκαίρι ως μια κακή παρένθεση. Η Σελέστε είναι δεύτερη, πίσω από τη Βραζιλία και έτοιμη για ένα ακόμα μεγάλο ραντεβού. Και η αρρώστια δεν πρόκειται να το ακυρώσει για τον 69χρονο πλέον «δάσκαλο»,. «Υπάρχουν μέρες που είμαι καλύτερα. Υπάρχουν μέρες που μπορώ να κινηθώ μόνος μου, άλλες που χρειάζομαι αμαξίδιο. Ωστόσο τίποτα δεν αλλάζει σχετικά με τη δουλειά μου ή με τον τρόπο που αντιμετωπίζω του παίκτες μου». Πηγή: gazzetta.gr