Λίγο μετά τα μεσάνυκτα ο Φώτης Μ. άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του σε ένα μικρό χωριό έξω από τις Σέρρες. Η επιστροφή του από το καφενείο ήταν ένα μαρτύριο καθώς ο πόνος στη κοιλιά του ήταν τόσο ισχυρός που με το ζόρι κρατιόταν όρθιος στα πόδια του.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ο 27χρονος ξάπλωσε στο κρεβάτι του σφαδάζοντας από τους πόνους και η μητέρα του ζήτησε από τον αδελφό του να τρέξει να βρει φρέσκα λεμόνια για να του φτιάξει μια λεμονάδα. Λίγα λεπτά αργότερα, όμως, ο Φώτης άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο αιφνίδιος θάνατος του βύθισε στο πένθος την οικογένεια του, αλλά δημιούργησε και πολλά ερωτηματικά καθώς δεν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας που να ενοχοποιούνται για το τραγικό του τέλος.
Απαντήσεις στο γρίφο του θανάτου του κλήθηκε να δώσει η αστυνομία και ο ιατροδικαστής ο οποίος εξέτασε τη σορό του νεαρού άνδρα. Τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν πως ο 27χρονος δηλητηριάστηκε από παραθείο και μοιραία οι έρευνες των αρχών επικεντρώθηκαν στις τελευταίες ώρες του Φώτη και τα πρόσωπα με τα οποία ήρθε σε επαφή.
«Κάτι να μου καίει τα συκώτια»
Όλες οι μαρτυρίες έλεγαν πως ο νεαρός εκείνο το βράδυ της 25ης Μαρτίου του 1961 διασκέδαζε με την αρραβωνιαστικιά του Π. Μ. και φίλους του στο καφενείο του χωριού. Λίγο πριν τα μεσάνυκτα ο Φώτης συνόδεψε την 23χρονη αρραβωνιαστικιά του στο σπίτι της, όπου και παρέμεινε για λίγη ώρα, για να επιστρέψει αργότερα και πάλι στην παρέα των φίλων του. Όπως είπε στην παρέα του, πέρασε καλά με την αρραβωνιαστικιά του αλλά παραπονέθηκε για πόνους στο στομάχι.
«Βρε παιδιά νιώθω κάτι να μου καίει τα συκώτια. Ίσως να είναι το ροξ που έφαγα. Ευτυχώς δεν το έφαγα ολόκληρο. Ανακάτεψα το γλυκό με το ούζο», τους είπε, σχολιάζοντας πως το γλύκισμα είχε πικρή γεύση.
Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η Π.Μ. είχε προσφέρει στον αρραβωνιαστικό της ένα γλυκό ροξ. Εκείνος έφαγε το μισό γλύκισμα πέταξε το υπόλοιπο στην αυλή του σπιτιού της και έφυγε. Από την έρευνα προέκυψε πως την επομένη, κάποιες κότες της οικογένειας της 23χρονης είχαν ψοφήσει και αυτό έκανε τις αρχές να βάλουν στο μικροσκόπιό τους το γλύκισμα που είχε φάει ο νεαρός άνδρας και μέρος του πέταξε στην αυλή του σπιτιού.
Ο συνδυασμός των γεγονότων οδήγησε στην σύλληψη της 23χρονης Π. Μ. η οποία ομολόγησε, πως εκείνη κατά λάθος πρόσφερε στον αρραβωνιαστικό της το δηλητηριασμένο γλύκισμα. Ισχυρίστηκε πως πρόθεση της ήταν να το φάει η ίδια, καθώς ήθελε να αυτοκτονήσει γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μαζί του. Όπως εξήγησε, ο αρραβωνιαστικός της ήταν σεξουαλικά ανίκανος και εκείνη δεν το άντεχε. Οι κακές γλώσσες του χωριού, όμως, έλεγαν πως η 23χρονη έκρυβε ένα ένοχο μυστικό, καθώς ήταν ερωτευμένη με τον μικρότερο αδελφό του Φώτη, με τον οποίο αρραβωνιάστηκε μετά από προξενιό.
«Τον αγαπούσα»
Όταν η 23χρονη, τον Δεκέμβριο του 1961, βρέθηκε ενώπιον του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης, αναίρεσε τους αρχικούς της ισχυρισμούς λέγοντας πως είναι αθώα και δίνοντας, παράλληλα, μια άλλη εκδοχή των γεγονότων εκείνης της βραδιάς. Όπως είπε απολογούμενη, ο Φώτης ήταν εκείνος που της πρόσφερε το γλύκισμα: «Ο Φώτης έστειλε νωρίτερα την αδελφή μου να αγοράσει τρία ροξ. Όταν του τα έφερε, της πρόσφερε το ένα και τα άλλα δυο τα έβαλε στην τσέπη του. Γυρίζοντας στο σπίτι μου και ενώ βρισκόμασταν στην αυλή, μου πρόσφερε το ένα γλυκό και εκείνος έφαγε μέρος από το άλλο».
Η κατηγορούμενη είπε επίσης, πως αγαπούσε τον αρραβωνιαστικό της και την οικογένεια του και ετοίμαζε το γάμο τους. Μάλιστα, πήρε πίσω και όσα εμφανίστηκε να λέει στην πρώτη της απολογία περί ανικανότητας του νεαρού άνδρα.
Η αδελφή της 23χρονης, καταθέτοντας στο δικαστήριο, επιβεβαίωσε ότι ήταν εκείνη που αγόρασε τα γλυκίσματα, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για το τι έγινε στη συνέχεια.
Η μητέρα του θύματος καταθέτοντας στο δικαστήριο, εμφανίστηκε πεπεισμένη πως η 23χρονη σκότωσε το γιο της, δίνοντας παράλληλα και μια νέα διάσταση στην υπόθεση. Όπως κατέθεσε η μαυροφορεμένη γυναίκα, ο γιος της εκείνο το βράδυ είχε μαζί του περίπου 60.000 δρχ. και 10 χρυσές λίρες, τα οποία του είχε δώσει ένας θείος του. «Για αυτό τον σκότωσε για να πάρει τα χρήματα και να τα ξοδέψει σε διασκεδάσεις στην πόλη», είπε η ηλικιωμένη, υπογραμμίζοντας πως τα χρήματα δεν βρέθηκαν ποτέ.
Οι φίλοι του Φώτη, αφού αναφέρθηκαν στα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, διέψευσαν κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της νεαρής γυναίκας περί ανικανότητας του 27χρονου.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ήταν καταπέλτης και αναφερόμενος στην κατηγορουμένη, έκανε λόγο για μια γυναίκα χωρίς κανένα «ηθικό δισταγμό». Ο εισαγγελικό λειτουργός εξέφρασε την πεποίθηση, πως η νεαρή γυναίκα έτρεφε αισθήματα για τον αδελφό του θύματος και πως αν και ήθελε, δεν μπορούσε να διαλύσει τον αρραβώνα της γιατί αυτό δεν θα το ανεχόταν η συντηρητική κοινωνία του χωριού. Έτσι, όπως είπε ο εισαγγελέας, αποφάσισε να διαπράξει φόνο.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχη την κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση αναγνωρίζοντας της το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και την καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών. Νωρίτερα, ο εισαγγελέας είχε εισηγηθεί να της επιβληθεί ποινή κάθειρξης 18 ετών.