Ένταση προκλήθηκε στη δίκη για την επίθεση με βιτριόλι όταν συγγενείς της Ιωάννας Παλιοσπύρου επιτέθηκαν λεκτικά στην δράστιδα, Έφη Κακαράντζουλα.
Την έκρηξη των συγγενών της Ιωάννας Παλιοσπύρου προκάλεσε το γεγονός ότι η κατηγορούμενη επιχείρησε να μιλήσει την ώρα της κατάθεσης του θύματος. Η Ιωάννα απαντώντας σε σχετική ερώτηση σχετικά με την στάση της κατηγορούμενης απέναντι της σήμερα είπε: «Με κοίταξε στα μάτια όπως εκείνη την ημέρα… Ψυχρή και απαθής»
Η κατηγορούμενη έκανε ένα χαμηλόφωνο σχόλιο το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της οικογένειας της Ιωάννας.
Αδελφός: Σκάσε μωρή, που θα μιλήσεις κιόλας! Φίδι Ε φίδι μιλάς. Γ@@@ το @@@!
Μητέρα Ιωάννας: Σκύλα, απόβρασμα της κοινωνίας! μας διέλυσες…
Με τη συνοδεία αστυνομικών ο αδελφός της Ιωάννας βγήκε για λίγο από τη δικαστική αίθουσα για να ηρεμήσει, ενώ η μητέρα της κάθισε στη θέση της.
Λύγισε η Ιωάννα στην κατάθεσή της
Ανατριχιαστικά είναι τα όσα περιέγραψε η Ιωάννα Παλιοσπύρου από το βήμα του μάρτυρα στο δικαστήριο. Η νεαρή γυναίκα θυμήθηκε τις εφιαλτικές στιγμές της επίθεσης με βιτριόλι, τις δύσκολες στιγμές στο νοσοκομείο, όταν σκέφτηκε μέχρι και να βάλει τέλος στη ζωή της ενώ δήλωσε βέβαιη ότι η κατηγορούμενη ήθελε να τη σκοτώσει και δεν έχει μετανιώσει για την πράξη της.
Η Ιωάννα ξεκίνησε να αφηγείται τα γεγονότα της μοιραίας ημέρας λέγοντας: «Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς το κάτω περιμένοντας. Άκουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος. Καθώς περίμενα το ασανσέρ εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι που εκείνη τη στίγμα δεν κατάλαβα τι ήταν και έφυγε τρέχοντας» είπε και συνέχισε απευθυνόμενη στο δικαστήριο: «Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά. Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για βοήθεια. Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα δώστε μου λίγο νερό πεθαίνω βοήθεια φώναζα. Πήγα στο νιπτήρα έριχνα νερό. Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στο νιπτήρα. Έπιαναν το πρόσωπο μου και καταλάβαινα ότι καιγόμουν, λιώνω. Φώναζα για βοήθεια, οι άνθρωποι τρόμαζαν. Καταλάβαινα ότι εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω… Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεπτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα θεέ μου βοήθησε με γιατί μόνο εσύ μπορείς».
Στη συνέχεια η Ιωάννα αναφέρθηκε στα δραματικά εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν της επίθεσης. «Θυμάμαι απλά να με βρέχουν, να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξανάξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι και στο αυτί. Αυτά δεν θυμάμαι παραπάνω… Προσπαθούσα απλά να αντέχω για να μην πονάω» συγκλονίζει.
Ο γολγοθάς που έζησε μέσα στο νοσοκομείο
«Την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο Θριάσιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω. Θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορεία στους διαδρόμους. Μια κυρία αναφώνησε «θεέ μου» και κατάλαβα ότι το είπε για μένα, κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή» είπε κλαίγοντας και συνέχισε: «Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα και απλά παρακαλούσα να επιβιώσω. Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως στα μάτια μου ήταν τραυματισμένα. Ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο».
«Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω εαυτό μου ότι ζω ένα όνειρο» είπε η Ιωάννα κλαίγοντας και συνέχισε: «Το βράδυ μετά τις 9 αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί έλεγα “Ιωάννα θα ξυπνήσεις”. Προσπαθούσα να με πείσω για να αντέξω ότι τα όνειρα μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».
Η Ιωάννα αναφέρθηκε στις δραματικές ώρες που έζησε μέσα στο νοσοκομείο. «Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Σκέφτηκα να δώσω τέλος στη ζωή μου» είπε και μίλησε για την προσπάθεια της να φανταστεί ποιος μπορεί να της έκανε τόσο μεγάλο κακό.
«Για όσα διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανένα. Προσπαθούσα να τους βοηθήσουν αλλά δε μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή λοιπόν μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για την κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μου επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει, τους έλεγα αυτό που μου λέτε ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί δε καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν» ανέφερε και συνέχισε: «Μετά τη προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνευε η ζωή μου. Κόλλησα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι που κινδύνεψα για δεύτερη φορά να το χάσω. Κάποια στιγμή με τη βοήθεια των γιατρών τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο. Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια. Κάποια στιγμή αφού επέστρεψα στο σπίτι μου η έρευνα συνεχιζόταν».
Η επικοινωνία της κατηγορούμενης με την ξαδέλφη της Ιωάννας: «Και να μη μπορεί να δουλέψει, θα πάρει την αποζημίωση – Δεν έγινε κάτι»
Στην κατάθεση της αναφέρθηκε και στις έρευνες των αστυνομικών που οδήγησαν στην κατηγορούμενη: «Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στο υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά αλλά ποτέ δε κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε αν μπορώ να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και την ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε μεταξύ των συζητήσεων ότι είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι οι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω covid. Εκείνη της είπε ότι δε μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση. Η κατηγορούμενη, όπως της είπε, έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η Έφη οκ αν δε μπορεί να δουλέψει θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι. Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου» περιέγραψε η Ιωάννα.
«Ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει»
Η Ιωάννα εξέφρασε την βεβαιότητα πως η 36χρονη ήθελε να την σκοτώσει τονίζοντας πως θεωρεί ότι δεν έχει μετανιώσει για την πράξη της.
«Αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον 2 περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο – η μητέρα μου μου είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δε σταμάτησε ούτε και μετά. Όλα αυτά αν τα συνδυάσει κανείς και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών ήταν ότι ήθελε να με σκοτώσει. ¨Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα τη προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη διότι δε με πρόλαβε. Δε κατάφερε να με σκοτώσει. Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα με τρομάζει ότι είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου – είχε αναστατωθεί όλος ο κόσμος για το ποιος το έκανε – και αυτή βγαίνει και διασκεδάζει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δε ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει» ανέφερε.