Την εξάρθρωση του κυκλώματος νομιμοποίησης αλλοδαπών γυναικών παρουσίασε η Ελληνική Αστυνομία σε σχετική συνέντευξη Τύπου.
Συγκεκριμένα πρόκειται για την εξάρθρωση υπόθεσης πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιείτο στην παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών γυναικών.
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Υποστράτηγος Χρήστος Παπαζαφείρης, η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής κατάφερε να εξαρθρώσει πολυμελή εγκληματική οργάνωση, που συστηματικά προέβαινε σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών κυρίως γυναικών, που προέρχονται από πρώην ανατολικές χώρες.
Από την ενδελεχή έρευνα της Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αθηνών διακριβώθηκε ότι η μεθοδολογία που ακολουθούσε η εγκληματική οργάνωση αφορούσε ειδικότερα στην παραπλάνηση των Αρχών για την έκδοση από τις αρμόδιες Υπηρεσίες άδειων διαμονής και εργασίας, με τη χρήση εικονικών συμφώνων συμβίωσης, πολιτικών γάμων και ψευδών αναγνωρίσεων πατρότητας εξώγαμων παιδιών ελληνίδων μητέρων.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης προχωρούσαν στην παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών, λειτουργώντας μεθοδευμένα και με διακριτούς προκαθορισμένους ρόλους, ενώ αποκόμιζαν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία κυμαίνονταν από 6.000 έως 7.000 ευρώ για κάθε περίπτωση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατασχέθηκαν 213.000 ευρώ και τουλάχιστον 150 εικονικά σύμφωνα συμβίωσης, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες περιπτώσεις νομιμοποίησης, ενώ εξετάζονται άλλες 210 περιπτώσεις ψευδούς αναγνώρισης πατρότητας εξώγαμων παιδιών ελληνίδων μητέρων.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας 24 άτομα, μεταξύ των οποίων 2 συμβολαιογράφοι, δικηγόρος, 3 υπάλληλοι της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης περιφέρειας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και αστυνομικός που υπηρετούσε σε Υπηρεσία της Αττικής.
Ο τρόπος λειτουργίας του κυκλώματος
Αρχικά 34χρονος αλλοδαπός μέλος της οργάνωσης, υπάλληλος γραφείου εξυπηρέτησης αλλοδαπών στην Αθήνα, εντόπιζε αλλοδαπές στο εξωτερικό ή ήδη ευρισκόμενες παράνομα στη χώρα, που ενδιαφερόντουσαν να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια με τη συνεργασία των υπολοίπων μελών της οργάνωσης αναζητούσαν από τον κοινωνικό τους περίγυρο άγαμους, ή διαζευγμένους ημεδαπούς (συνήθως άστεγους ή εξαρτημένα άτομα) οι οποίοι θα έπρεπε να προσεγγίζουν ηλικιακά τις υποψήφιες προς «νομιμοποίηση» αλλοδαπές, και εκμεταλλευόμενοι τη δεινή συνήθως οικονομική τους κατάσταση, αντλούσαν τη συναίνεσή τους ώστε να εμφανιστούν ως «συμβιούντες» με αλλοδαπές, αντί χαμηλού οικονομικού τιμήματος.
Ταυτόχρονα τους παρείχαν διαβεβαίωση για τον εντελώς πρόσκαιρο χαρακτήρα της όλης διαδικασίας, η οποία περιοριζόταν στο απολύτως απαραίτητο χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της άδειας διαμονής.
Ακολούθως τα μέλη της οργάνωσης έχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία του εκάστοτε ημεδαπού, τον καθοδηγούσαν να εφοδιαστεί και να του προσκομίσει πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης στο οποίο βεβαιωνόταν ότι είναι άγαμος, φωτοτυπία της ταυτότητάς του και βεβαίωση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου και στη συνέχεια συνέτασσαν υπεύθυνες δηλώσεις για τους υποτιθέμενα «συμβιούντες», στις οποίες δήλωναν ότι συμβιούν. Για την θεώρηση του γνησίου της υπογραφής απευθύνονταν στον 51χρονο αστυνομικό που προέβαινε σε θεωρήσεις του γνησίου της υπογραφής χωρίς την αυτοπρόσωπη παρουσία του εκάστοτε υπογράφοντα, έναντι μικρής χρηματικής αμοιβής.
Έχοντας στην κατοχή τους όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά τα μέλη της οργάνωσης απευθύνονταν σε συμβολαιογράφους για τη σύνταξη συμφώνου συμβίωσης, στο οποίο βεβαιωνόταν το εικονικό των καταστάσεων, χωρίς ουδέποτε οι συμβαλλόμενοι, να εμφανίζονται αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου, ενώ για λόγους προφύλαξης στο σύμφωνο αναγράφονταν εικονικές διευθύνσεις κατοικίας.
Στο στάδιο αυτό τα μέλη της οργάνωσης συνόδευαν των συναινούντα ημεδαπό στο ληξιαρχείο του υποτιθέμενου τόπου κατοικίας, όπου με την κατάθεση του αντιγράφου του σύμφωνου συμβίωσης, λάμβαναν πιστοποιητικό με τα στοιχεία αμφοτέρων των εικονικά «συμβιούντων», προτρέποντας τον ημεδαπό να μην το καταθέσει στην οικογενειακή του μερίδα, επικαλούμενοι τον προσωρινό χαρακτήρα της διαδικασίας.
Στη συνέχεια δικηγόροι, με τους οποίους συνεργαζόταν η οργάνωση, έναντι ανάλογου οικονομικού οφέλους, εμφανίζονταν στην αρμόδια Υπηρεσία ως «πληρεξούσιοι» του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού και υπέβαλαν αίτηση για την χορήγηση προσωρινής άδειας διαμονής, με την οποία δινόταν στον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό η δυνατότητα ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης στην χώρα μας, για ένα έτος, με δικαίωμα ανανέωσης.
Ακολούθως τα μέλη τις οργάνωσης απευθύνονταν στους συλληφθέντες υπάλληλους της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης περιφέρειας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, οι οποίοι έναντι χρηματικής αμοιβής έσπευδαν να διεκπεραιώσουν τάχιστα την όλη διαδικασία έκδοσης προσωρινής άδειας διαμονής.
Όπως προέκυψε από την προανάκριση τα μέλη της οργάνωσης, αναζητούσαν τρόπο να δραστηριοποιηθούν και σε νομιμοποιήσεις αλλοδαπών με εικονικούς γάμους και ψευδείς αναγνωρίσεις πατρότητας εξώγαμων τέκνων ημεδαπών μητέρων.