«Πράσινο φως» για τη λήψη DNA ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του δράστη, ο οποίος κατηγορείται για κακούργημα ή για πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον τριών μηνών, άναψε με γνωμοδότησή του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής.
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός απάντησε σε σχετικό ερώτημα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και η γνωμοδότησή του αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα, λόγω του Πολυτεχνείου.
«Είναι σαφές ότι η ρήτρα της υποχρεωτικότητας περιλαμβάνει κατά λογική, αλλά και νομική αναγκαιότητα και της δια της βίας εκτέλεση της απόφασης των διωκτικών αρχών και δεν χρειάζεται αυτά να το αναγράφει ρητά ο νόμος αφού εάν δεν συναινεί ο κατηγορούμενος, χωρίς αυτή (βία) ματαιώνεται το υποχρεωτικό της λήψης, το οποίο όμως ρητά το αναγράφει ο νόμος. Εάν γίνει δεκτό ότι δεν περιλαμβάνει και την δια βίας εκτέλεση της σχετικής υποχρέωσης των διωκτικών αρχών, τότε διερωτάται κανείς τί νόημα έχει», σημειώνει μεταξύ άλλων στην πολυσέλιδη γνωμοδότησή του ο κ. Κονταξής.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση βίας ο ανώτατος εισαγγελέας επισημαίνει ότι «μπορεί με τη συγκεκριμένη πράξη βίας η φερόμενη ως προκαλούμενη προσβολή να είναι ασήμαντη π.χ λήψη μίας τρίχας από το σώμα, λήψη σιέλου κ.λ.π.
Εξάλλου η χρήση βίας μπορεί να προσβάλλει την αξιοπρέπεια, αλλά εδώ μιλάμε όχι για τον οποιοδήποτε εξαναγκασμό, αλλά μόνο αυτόν που δεν είναι αναγκαίος για τη λήψη του γενετικού υλικού για την άσκηση ενός συνταγματικά προστατευόμενου έννομου αγαθού και αποκλειστικά για ένα νομικό σκοπό».
Και προσθέτει ότι «δεν μπορεί κάθε παράβαση, έστω ανεπαίσθητη, των διατάξεων που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα να σημαίνει και ότι μπορεί να παραλύσει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν όλες οι ανακριτικές πράξεις θίγουν δικαιώματα του πολίτη».
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι με νόμο που ισχύει από το 2009 «όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος» Ενστάσεις για τη συνταγματικότητα του νόμου εκείνου είχε διατυπώσει και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών δεδομένων.