Ένας αστυφύλακας και δύο ειδικοί φρουροί εμπλέκονται σε μεγάλο κύκλωμα εμπορίας όπλων που εξάρθρωσε η ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, η εγκληματική οργάνωση δραστηριοποιούνταν συστηματικά από το 2007, εισάγοντας και διακινώντας όπλα και πυρομαχικά.
Όπως δείχνουν τα μέχρι τώρα στοιχεία, αφού προμηθεύονταν μη λειτουργικά όπλα (κυρίως από την Αυστρία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ), τα μέλη του κυκλώματος τα μετέτρεπαν σε ενεργά και τα πουλούσαν σε τιμή χαμηλότερη της εμπορικής τους αξίας.
Προς το παρόν έχουν έχουν ήδη συλληφθεί 18 άτομα που εμπλέκονται στην υπόθεση, ανάμεσά τους και δύο Ειδικοί Φρουροί, ενώ για την υπόθεση κατηγορούνται άλλα 28 άτομα, δύο από τα οποία προέρχονται επίσης από τους κόλπους της αστυνομίας.
Ειδικότερα, κατά την τεράστια αστυνομική επιχείρηση που ξεκίνησε το πρωί του Σαββάτου, συνελήφθησαν, σε διάφορες περιοχές των Χανίων και την Κομοτηνή, συνολικά 18 Έλληνες (ηλικίας 27 έως 59 ετών) σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία για κακουργηματικού και πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, που εμπίπτουν στη νομοθεσία περί όπλων.
Στους συλληφθέντες περιλαμβάνονται Ειδικός Φρουρός και Αρχιφύλακας, που υπηρετούν σε Υπηρεσίες της Κρήτης καθώς και Ειδικός Φρουρός που υπηρετεί σε Υπηρεσία της Αττικής.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται και άλλα 28 άτομα, τα οποία βαρύνονται με συναφείς κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και άλλοι δύο δύο Ειδικοί Φρουροί που υπηρετούν σε Υπηρεσίες της Κρήτης.
Πώς δρούσε η οργάνωση
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ειδικεύονταν στην εμπορία όπλων και πυρομαχικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε η ΕΛΑΣ, προμηθεύονταν από χώρες του εξωτερικού, διαμέσου εταιρειών ταχυμεταφορών, μη λειτουργικά όπλα ή τμήματα όπλων και αφού τα τροποποιούσαν και τα μετέτρεπαν σε ενεργά, τα διοχέτευαν στην εγχώρια αγορά, σε χαμηλότερη τιμή (πέραν της μισής) της εμπορικής τους αξίας.
Ηγετικό ρόλο είχε ένας 31χρονος, που συνελήφθη, ο οποίος λάμβανε τις βασικές αποφάσεις για την οργάνωση, τη συμμετοχή και το συντονισμό των μελών της οργάνωσης και ήταν επιφορτισμένος με τη διενέργεια, σε αρχικό στάδιο της παραγγελίας από χώρες του εξωτερικού συγκεκριμένων τύπων μη λειτουργικών όπλων από κοινού με άλλα δύο μέλη της οργάνωσης.
Τα μέλη της οργάνωσης λειτουργούσαν με διακριτούς ρόλους στις επιμέρους δραστηριότητές της, που αφορούσαν ειδικότερα, στην απόκρυψη των όπλων και των πυρομαχικών, την μεταποίηση και τροποποίηση τους σε λειτουργικά, το δειγματισμό τους σε υποψήφιους αγοραστές, τη μεταφορά τους και τη περαιτέρω προώθηση, διακίνηση και πώλησή τους σε περιοχές κυρίως της Κρήτης και της Αττικής.
Μέλη της οργάνωσης που είχαν την ιδιότητα του οπλοπώλη και του οπλουργού αντίστοιχα, λόγω των ειδικών τους γνώσεων υποστήριζαν τη διαδικασία. Συγκεκριμένα ο οπλουργός μετέτρεπε τα όπλα σε λειτουργικά, όμοια με τα εργοστασιακά ιδίου τύπου, ώστε να μην γίνεται αντιληπτή η διαφορά από τους τελικούς αποδέκτες – αγοραστές.
Άλλα μέλη της οργάνωσης, αναλάμβαναν την περαιτέρω διάθεση – πώληση των όπλων αυτών, ενώ επιπλέον υποστήριζαν τη διακίνηση – διαμεσολάβηση και εμπορία όπλων – πυρομαχικών, που κατείχαν παράνομα τρίτα πρόσωπα- άσχετα με την οργάνωση, καθώς και φυσιγγίων, τα οποία αποκτούσαν νόμιμα στο πλαίσιο λειτουργίας σκοπευτικού συλλόγου.
Πιο αναλυτικά, μέλος της οργάνωσης με την ιδιότητα του Προέδρου Τοπικού Σκοπευτικού Συλλόγου της Κρήτης, προμήθευε την οργάνωση με φυσίγγια, τα οποία διοχετεύονταν στην εγχώρια αγορά. Τα φυσίγγια προέρχονταν από μη αναλωθέντα κατά τη διαδικασία των αγώνων – ασκήσεων σκοποβολής, ενώ επιπλέον ο ίδιος συμμετείχε ή διαμεσολαβούσε και στη διαδικασία της εμπορίας.
Ο παραπάνω, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του και τη λειτουργία της ως άνω εγκληματικής οργάνωσης, είχε ενωθεί με άλλα τρία μέλη της, με σκοπό την επιπλέον παράνομη διάθεση και πώληση φυσιγγίων σε ενδιαφερόμενους αγοραστές, αποκομίζοντας έτσι πρόσθετο οικονομικό όφελος.
Η εγκληματική οργάνωση προμηθεύονταν, μεταξύ άλλων, όπλα από εταιρείες που εδρεύουν στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας, διαπιστώθηκε ότι μια από τις εταιρείες αυτές πραγματοποιούσε παράνομες εξαγωγές μη λειτουργικών όπλων σε ιδιώτες και όχι σε εμπορικούς επαγγελματίες του είδους, ενώ προϊόντα της εταιρείας είχαν κατασχεθεί από τις αστυνομικές Αρχές σε έξι περιπτώσεις (τουλάχιστον 225 όπλα και περισσότερα από 150.000 φυσίγγια.
Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία προέκυψε ότι η εγκληματική οργάνωση παρήγγειλε μέσω διαδικτύου και προμηθεύτηκε από το εξωτερικό (Αυστρία, Γερμανία, Αμερική), μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών, τουλάχιστον τριάντα μη λειτουργικά πυροβόλα όπλα και άγνωστο αριθμό ανταλλακτικών ειδών οπλισμού, τα οποία εισήχθησαν στην Ελλάδα σε δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
Από αυτά, τουλάχιστον 13 όπλα εισήχθησαν το Μάρτιο του 2016 και αφού υπέστησαν τροποποίηση, διοχετεύτηκαν σε αγοραστές – κατηγορούμενους στους νομούς Χανίων και Αττικής, ενώ τα υπόλοιπα 17 κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης στις 18 Απριλίου στα Χανιά, πριν παραληφθούν από τα μέλη της οργάνωσης για την περαιτέρω προώθησή τους στη αγορά.
Επιπλέον, διακινήθηκαν ή διαπραγματεύτηκαν προς πώληση από τα μέλη της οργάνωσης τουλάχιστον άλλα 13 όπλα, τα οποία κατέχονταν ήδη παρανόμως από άσχετα με την οργάνωση πρόσωπα.
Η έρευνα στο επίπεδο αυτό συνεχίζεται προκειμένου να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των όπλων και φυσιγγίων που διακίνησε παράνομα η εγκληματική οργάνωση.
Αναφορικά με τη τιμή πώλησης των όπλων, αποτελούσε -κατά περίπτωση -αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης, μεταξύ των μελών της οργάνωσης και των υποψήφιων αγοραστών. Σε κάθε περίπτωση, στην αρχική τιμή αγοράς προστίθεντο η αμοιβή του οπλουργού για την εργασία μεταποίησης, καθώς και το παράνομο οικονομικό όφελος που προορίζονταν, τόσο για τα μέλη του λειτουργικού πυρήνα της οργάνωσης, όσο και για κάθε μέλος που διαμεσολαβούσε στην εμπορία.
Αποτέλεσμα ήταν η τελική αξία των όπλων να αυξάνεται στο μέγιστο σε σχέση με την αρχική τιμή αγοράς. Έτσι η εγκληματική οργάνωση εξασφάλιζε στα μέλη της το μέγιστο οικονομικό όφελος και ως εκ τούτου αποτελούσε ένα επιπλέον κίνητρο για ένταξη νέων μελών στη δομή και λειτουργία της, αλλά και στη περαιτέρω δραστηριοποίηση τους στην ανεύρεση υποψήφιων αγοραστών.
Επιπρόσθετα, οι δύο συλληφθέντες Ειδικοί Φρουροί διακριβώθηκαν ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και όπως προέκυψε από την έρευνα η εμπλοκή τους σε υπόθεση διακίνησης οπλισμού, για την οποία είχαν συλληφθεί στις 4 Απριλίου από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης.
Ο συλληφθείς Αρχιφύλακας και οι υπόλοιποι δύο Ειδικοί Φρουροί που συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία δεν ταυτοποιούνται ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά εμπλέκονται σε επιμέρους πράξεις και προπαρασκευαστικές ενέργειες.
Στο πλαίσιο των ερευνών, στα σπίτια των μελών της οργάνωσης και άλλους χώρους που χρησιμοποιούσαν, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
45 πιστόλια
9 πολεμικά τυφέκια
3 χειροβομβίδες
22 καραμπίνες-κυνηγετικά
11 αεροβόλα
22.863 φυσίγγια πιστολιών-περιστρόφων
3.444 φυσίγγια πολεμικού τυφεκίου
65 γεμιστήρες
1.637 κυνηγετικά φυσίγγια
89 εξαρτήματα όπλων
9 μαχαίρια
6 κροτίδες
135 γραμμάρια πυρίτιδα και 24 γραμμάρια δυναμίτιδα
3 φιτίλια
30 πυροκροτητές
Teizer
χειροπέδες
σπρέι πιπεριού
93 κάλυκες
Σε χώρο που ανήκει σε ένα από τους συλληφθέντες – μέλος της εγκληματικής οργάνωσης εντοπίστηκε αποθήκη, την οποία είχε μετατρέψει σε πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο, με κατάλληλα εργαλεία και μηχανήματα για εξειδικευμένες εργασίες τροποποίησης, επισκευής, συναρμολόγησης, και λοιπές εργασίες επί πυροβόλων όπλων.
Επίσης σε έρευνα σε οικία του συλληφθέντα Αρχιφύλακα βρέθηκε και κατασχέθηκε περίστροφο, το οποίο κατείχε νόμιμα ως ιδιωτικό όπλο και για το οποίο είχε δηλώσει ψευδώς κλοπή.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, διαπιστώθηκε η παράλληλη δράση που είχε αναπτύξει ένας από τους συλληφθέντες – μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, τουλάχιστον από τον Ιούνιο 2012 έως τον Σεπτέμβριο 2014, στη διάπραξη εμπρησμών, διακεκριμένων περιπτώσεων φθοράς και απόπειρας εκβίασης σε βάρος επιχειρηματιών και ενός ιδιώτη του νομού Χανίων.