Στην «απίστευτη ελληνική γραφειοκρατία» απέδωσε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γιάννης Μανιάτης, την καθυστέρηση της προκήρυξης του προγράμματος «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», που θα παρέχει χαμηλότοκα δάνεια και επιδοτήσεις για ενεργειακή θωράκιση κατοικιών χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων.
«Τα κονδύλια είναι διασφαλισμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφωνεί, υπάρχουν δικαιούχοι, η αγορά το θέλει, ο κανονισμός του προγράμματος είναι έτοιμος αλλά η απίστευτη ελληνική γραφειοκρατία καθυστερεί», είπε ο υφυπουργός. Οι τράπεζες που θα «τρέξουν» το πρόγραμμα έχουν επιλεγεί (είναι η Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha) και το μόνο που απομένει είναι να υπογράψουν οι νομικές τους υπηρεσίες.
Ο κ. Μανιάτης επανέλαβε την πρόσκληση προς τους δικαιούχους, να υποβάλουν αιτήσεις για ένταξη στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (υπολογίζεται ότι μπορούν να ενταχθούν περί το 1,2 εκατ. καταναλωτές και οι αιτήσεις μέχρι στιγμής ξεπερνούν τις 70.000). Τόνισε ακόμη ότι τα δημόσια κτίρια είναι τα πιο ενεργοβόρα στη χώρα καθώς το κονδύλι για θέρμανση και ψύξη των δημοσίων κτιρίων ξεπερνά τα 450 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Κατά 56% θα αυξηθεί το 2050 η κατανάλωση ενέργειας για κλιματισμό στην Αθήνα, ενώ αντίστοιχα η κατανάλωση για θέρμανση θα μειωθεί κατά 30 % καθώς λόγω της κλιματικής αλλαγής αυξάνεται η μέση θερμοκρασία της πόλης, ανέφερε ο πρόεδρος του ΚΑΠΕ, καθηγητής κ. Μάνθος Σανταμούρης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, η χώρα μας, με βάση ομογενοποιημένα κλιματικά χαρακτηριστικά, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ενεργειακή κατανάλωση στα κτίρια από όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη, και περίπου διπλάσια από αυτή της Φιλανδίας.
Αυτό οφείλεται στην παλαιότητα των κτιρίων (το 60 % χτίστηκαν πριν το 1980 οπότε τέθηκε σε εφαρμογή ο κανονισμός θερμομόνωσης), στην αύξηση της διείσδυσης του κλιματισμού, στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος των πόλεων, στην ανεπαρκή νομοθεσία και στην αύξηση της επιφάνειας των κτιρίων. Ο κ. Σανταμούρης ανέφερε ακόμη ότι:
-Αν δεν ληφθούν μέτρα, η κατανάλωση ενέργειας στον οικιακό τομέα θα αυξηθεί κατά 40%. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να περιοριστεί η αύξηση στο 28%.
-Το κόστος για να μετατραπούν όλα τα κτίρια της Αττικής σε μηδενικής κατανάλωσης είναι 77 δισ. ευρώ.
-Η μέση κατανάλωση των γραφειακών χώρων είναι 226 κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό μέτρο ετησίως. Με την εφαρμογή του νέου Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ) η κατανάλωση μειώνεται στο μισό (113 κιλοβατώρες).
Ο κ. Κ. Μητρόπουλος, πρόεδρος της Eurobank EFG Equities ανέφερε ότι το κόστος μιας τυπικής επένδυσης εξοικονόμησης ενέργειας για κατοικίες στην Ελλάδα είναι 150 ευρώ ανά τετραγωνικό, με μέση απόδοση 75 κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό, καθώς και ότι τα περιθώρια για εξοικονόμηση ενέργειας είναι μεγάλα και ξεπερνούν στην Ελλάδα τις 60 κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό ετησίως. Ο κ. Μητρόπουλος ανέφερε ότι για να επιτευχθεί συστηματική εξοικονόμηση ενέργειας απαιτείται στόχευση στη θέρμανση των κατοικιών.
Στα συμπεράσματα της εκδήλωσης του ΣΕΒ αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι από μία ολοκληρωμένη στρατηγική θερμομόνωσης, αντικατάστασης κουφωμάτων και ηλιοπροστασίας των υφιστάμενων κτιρίων στη χώρα μας, (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που παρουσίασε ο καθηγητής κ. Α. Παπαδόπουλος) μπορούν να εξοικονομηθούν ετησίως πάνω από 10 εκατομμύρια μεγαβατώρες και αντίστοιχα πάνω από 750 εκατομμύρια ευρώ που σήμερα κυριολεκτικά «εξαερώνονται», με μορφή αερίων του θερμοκηπίου.
Στα συμπεράσματα αναφέρεται ακόμη ότι:
-Η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια δε συνδέεται μόνο με την κατασκευή τους, αλλά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από την καθημερινή λειτουργία καθ΄ όλη τη διάρκεια ζωής τους (lifecycle). Υπολογίζεται ότι το 80% της ενέργειας που καταναλώνουν τα κτίρια αφορά την λειτουργία τους και μόνο το 20% την κατασκευή τους.
-Η μεγάλη πλειοψηφία των κτιρίων έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980 χωρίς θερμομόνωση, απαιτώντας έτσι δυσανάλογα μεγάλα ποσά ενέργειας για θέρμανση.
-Παράλληλα, η μεγάλη διείσδυση του κλιματισμού στη χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει αυξήσει δραματικά την κατανάλωση ενέργειας, η οποία, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.
-Το καινούργιο νομοθετικό πλαίσιο και τα νέα φιλόδοξα προγράμματα, όπως το «Χτίζοντας το μέλλον», αποτελούν μία πολύ μεγάλη πρόκληση αλλά και ευκαιρία για την Ελλάδα.